Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον

ΑΠΟΛΕΙΠΕΙΝ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΝ *
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές-
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησιάσε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ώς τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις,
* Κ.Π. Καβάφη. Ποιήματα. Α (1896-1918). Φιλολογική επιμέλεια^ Σαββίδη. Ίκαρος, 1974, σ. 20.
Το « Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον » το έγραψε ο Καβάφης το 1910 και αναφέρεται σε ένα παράξενο φαινόμενο που αντιλήφτηκαν οι κάτοικοι της Αλεξάνδρειας μια νύχτα του 30 π.Χ. , παραμονή της κατάκτησής της από τον Οκτάβιο και που το εξήγησαν σαν θεϊκό σημάδι της εγκατάλειψης του Αντωνίου, από τον προστάτη του Θεό Διόνυσο.
Το ποιήμα αποτελείται από 19 ανισοσύλλαβους ιαμβικούς στίχους. Με τους τρείς πρώτους στίχους ο ποιητής μας εισάγει σε μια ατμόσφαιρα γεμάτη μυστήριο κι υποβολή, στην οποία κυριαρχεί η αίσθηση της ακοής.
Στους στίχους 4-6 έχουμε το θέμα της ολοκληρωτικής αποτυχίας ενός σημαντικού ανθρώπου και συγχρόνως την προτροπή για μια συγκεκριμένη διαγωγή σε αυτήν την δύσκολη ώρα.
Οι στίχοι 7-8 κλείνουν την πρώτη ενότητα , ολοκληρώνουν την στάση ζωής, που προτείνεται: όχι μόνο να μην θρηνήσεις «ανοφέλατα» την ζωή που χάνεις, αλλά και να την αποχαιρετήσεις με στωική αξιοπρέπεια, «σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος». Για να το πετύχεις αυτό δεν είναι αρκετό να αποφεύγεις τους θρήνους χρειάζεται να μην επιτρέψεις στον εαυτό σου την παρηγοριά της αυταπάτης (στίχοι 9-10), «μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς»
Στο τελευταίο μέρος του ποιήματος (στίχοι 12-19), δίνει προτροπή για αποχαιρετισμό της ζωής με συγκίνηση που δίνει η απόλαυση της μυστηριακής μουσικής.
Το ποίημα μας «διδάσκει» όπως κάθε εικόνα από τη ζωή, ότι πρέπει να αντικρίζουμε την συμφορά με αξιοπρέπεια. Ο «αόρατος θίασος» που περνά «μεσάνυκτα» με «μουσική» και «φωνές», παίρνοντας νόημα μηνύματος του θανάτου, για κάθε «Αντώνιο», για κάθε άνθρωπο που χάνει ότι θεώρησε ο ίδιος κι ίσως και οι άλλοι, σημαντικό, σπουδαίο και ξεχωριστό. Όταν θα ακούσει, δηλαδή, καθένας από μας μια τέτοια μουσική, τη μουσική που σημαίνει το τέλος, να μη δειλιάσουμε, να μη αρχίσουμε τα παρακάλια και τα παράπονα. Να αποχωρήσουμε με αξιοπρέπεια, να αποχαιρετήσουμε την «Αλεξάνδρεια» που χάνουμε.

Κυριακή 7 Αυγούστου 2011

Δημήτριος Βικέλας, Η ζωή μου



Αρχίζω εκ της παιδικής ηλικίας. Αι αναμνήσεις εκείναι γράφονται ευκολώτερον.

Αι πρώται εντυπώσεις διατηρούνται ζωηρότεραι χαράσσονται εις τας πτυχάς της μνήμης, προτού την θολώσουν αι περιπλοκαί και αι μέριμναι του κατόπιν βίου, ώστε ενθυμούμεθα ακριβέστερον τας λεπτομερείας των παλαιοτέρων συμβάντων. Τα νεώτερα επέρχονται και παρέρχονται αλεπάλληλα, και ταχύτερον λησμονούνται. Ούτω και όσα αντκείμενα βλέπομεν διατρέχοντες δια σιδηροδρόμου ευρείας πεδιάδας: τα απέχοντα οικήματα ή δέντρα μας παρακολουθούν επί πολύ, ενώ τα πλησιέστερα μόλις τα διακρίνομεν φεύγοντα βιαίως προς τα οπίσω.

Εν γένει, ο βίος ομοιάζει δια σιδηροδρόμου, ότε καθήμεθα έχοντες τα νώτα προς την μηχανήν. Βλέπομεν τα όρη, τους ανθρώπους. Είτε βραδέως, είτε ταχέως, τα πάντα μένουν οπίσω, καθόσον ημείς προχωρούμεν.

Διατηρούμεν κατά το μάλλον ή ήττον συγκεχυμένας τας εντυπώσεις των και γνωρίζομεν εν συνόλω πόσον δρόμον διηνύσαμεν, πόσην απόστασιν διετρέξαμεν. Αλλά δεν βλέπομεν τα προ ημών, δεν γνωρίζομεν οποία προσκόμματα, οποίους κινδύνους ενδέχεται να εύρη αίφνης η αμαξοστοιχία, ούτε αν πώς θα φθάσωμεν εις το τέρμα.

Και φερόμεθα εν τούτοις προς τα εμπρός με τα νώτα εστραμμένα προς το άδηλον τούτο τέρμα.