ΑΝΤΙΔΑΝΕΙΟ
Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014
Λόρδου Μπάυρον, Η Κατάρα της Αθηνάς
Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Μεγαλόπρεπα κι αγάλια τώρα ο ήλιος κατεβαίνει
πάνω στου Μοριά τους λόφους με θωριά χαριτωμένη·
όχι όπως εις τις χώρες του βορρά, σκοτεινιασμένος,
αλλ’ αστραφτερός σαν φλόγα, ζωντανός, φωτολουσμένος.
Στα βαθιά νερά μια ρίχνει απαλή, χρυσή αχτίνα
και το πράσινο χρυσώνει, το ρυτιδωμένο κύμα.
Και στης Αίγινας το βράχο τον αρχαίο και στην Ύδρα
ο θεός του κάλλους βάζει του φιλιού του τη σφραγίδα.
Πάνω απ’ το βασίλειό του ρίχνει τη φωτοχυσία,
αν κι ο κόσμος έχει πάψει να του κάνει πια θυσία.
Των κοφτών βουνών οι ίσκιοι μες στον κόλπο σου ριγμένοι,
τον φιλούν και τον χαϊδεύουν, Σαλαμίνα δοξασμένη!
Οι γαλάζιες τους οι άκρες μες στην απεραντοσύνη
βάφονται σαν την πορφύρα που ο βασιλιάς τη ντύνει.
Απαλά τα χρώματά του πάνω στις κορφές τα ρίχνει
και στολίζει ό,τι αγγίζει με τα χρυσαφένια ίχνη.
Ώσπου ο ήλιος, χαιρετώντας την πανώρια τούτη πλάση,
πίσ’ απ’ των Δελφών τα βράχια κρύβεται για να πλαγιάσει.
Τέτοιο, Αθήνα μου, ένα δείλι ήτανε που ο σοφός σου
εχαιρέτησε για πάντα τα’ απαλό, το χρυσό φως σου.
Με τι θλίψη οι καλοί σου οι πολίτες τη στερνή του
την αχτίδα την κοιτούσαν που ’παιρνε και την πνοή του…
Όχι ακόμα, όχι ακόμα, στα βουνά ο ήλιος μένει,
ειν’ απρόθυμος να δύσει και ακόμα περιμένει.
Αλλά πριν στου Κιθαιρώνα την κορφή να γείρει, πίνει
το πικρό ποτήρι ο γέρος και το πνεύμα παραδίνει.
Κι έφυγε η ψυχή που τα ’χε όλα περιφρονημένα,
που ’χε ζήσει και πεθάνει έτσι σαν άλλου κανένα.
Αλλά και στον κάμπο η νύχτα η βασίλισσα προβαίνει
απ’ του Υμηττού τα ύψη, δίχως όμως να υγραίνει
το ωραίο πρόσωπό της και να προμηνάει μπόρα.
Στη μαρμάρινη κολόνα τα φιλιά του στέλνει τώρα
το φεγγάρι. Κι εκεί κάτω, στου τζαμιού τον πύργο, λάμπει
το σημάδι του και γύρω αστραποβολούν οι κάμποι.
Οι πυκνοί μαύροι ελαιώνες κάτω είναι απλωμένοι
και ο Κηφισός κυλώντας απαλά γοργοδιαβαίνει.
Στο τζαμί τριγύρω – γύρω στέκονται τα κυπαρίσσια
και ο τρούλος του γυαλίζει με λαμπρότητα περίσσια.
Κι ένας φοίνικας θλιμμένος, στη θρησκευτική γαλήνη,
εκεί δίπλα στο Θησείο, μόνος έχει απομείνει.
Τί μαγευτικό τοπίο που προσφέρει εδώ η φύση,
και αναίσθητος θα είναι όποιον δεν τον συγκινήσει.
Του Αιγαίου πάλι ο φλοίσβος, που ακούγεται πιο πέρα,
νανουρίζει το περγιάλι μες στον καθαρό αέρα
και το ζαφειρένιο κύμα στη χρυσή ακτή χτυπάει
και τη γλύκα των χρωμάτων αλαργότερα την πάει.
Των νησιών εκεί στο βάθος η σκιά τραχιά μαυρίζει,
όταν απαλού πελάγου το χαμόγελο ανθίζει.
Έτσι αγνάντευα της γης μας και της θάλασσας τα κάλλη,
σαν τα βήματα σε τούτον το ναό με φέραν πάλι,
μόνο, δίχως να υπάρχουν φίλοι ή ανθρώποι άλλοι
στο μαγευτικό ετούτο και πανώριο ακρογιάλι,
που η τέχνη κι η ανδρεία είναι σαν μια οπτασία
και που βρίσκονται μονάχα σε ποιητικά βιβλία.
Κι όπως έστρεψε η ψυχή μου το ναό για να θαυμάσει
της θεάς, που οι ανθρώποι τώρα έχουν ατιμάσει,
οι παλιοί καιροί γυρίσαν, το παρόν πια είχε σβήσει
και ο Δόξα στην Ελλάδα γύριζε να κατοικήσει!
Επερνούσανε οι ώρες. Της Αρτέμιδας τα’ αστέρι
είχε φτάσει πια στου θόλου τα ψηλότερα τα μέρη
κι εγώ γύριζα μονάχος δίχως να ’μαι κουρασμένος,
σε θεού ναό που ήταν εντελώς λησμονημένος.
Αλλά πιο πολύ σ’ εκείνον τον δικό σου, ω Παλλάδα,
ετριγύριζα, ’κει όπου της Εκάτης η λαμπράδα
στις ψυχρές κολόνες πέφτει απαλά μα και θλιμμένη
κι ήχος την καρδιά παγώνει σαν από νεκρό να βγαίνει.
Ονειροπολώντας είχα για πολύ ’κει απομείνει,
θεωρώντας τι απ’ τη δόξα την παλιά είχε απομείνει,
όταν, ξάφνου, εκεί μπροστά μου, μια γιγάντια θεότης,
η Παλλάδα, με σιμώνει πάνω εκεί, μες στο ναό της!
Η Αθηνά ήταν η ίδια, αλλά πόσο αλλαγμένη
από τότε που στα τείχη των Δαρδάνων οπλισμένη
έτρεχε μ’ ορμή. Μα τώρα η μορφή της διαφέρει
από κείνη που ’χε πλάσει του Φειδία τα’ άξιο χέρι.
Του προσώπου της εκείνον δεν τον δείχνει πια τον τρόμο
κι η γοργόνα της ασπίδας είχε πάρει άλλο δρόμο.
Νά το κράνος της, κομμάτια. Τσακισμένο το κοντάρι,
κι ούτε τους νεκρούς δεν σκιάζει. Της ελιάς το νιο βλαστάρι
π’ ολοένα το κρατούσε, νά το, είναι μαραμένο
και ξερό καθώς το σφίγγει με το χέρι παγωμένο.
Αν κι από τους αθανάτους τα λαμπρότερα είχε νιάτα,
δακρυσμένη είναι τώρα η θεά η γαλανομάτα.
Και η γλαύκα της στο κράνος το σπασμένο καθισμένη
την κυρά μοιρολογάει με λαλιά απελπισμένη.
«Ω θνητέ, – έτσι μου είπε – της ντροπής σου αυτό το χρώμα
Βρετανός μου λέει να ’σαι, όνομα ανδρείου ακόμα
μέχρι χτες λαού, ελευθέρου, με ωραία πεπρωμένα,
τώρα περιφρονημένου, και ιδίως από μένα.
Η Παλλάδα πρώτος θα ’ναι της πατρίδας σου εχθρός·
την αιτία θες να μάθεις; Κοίτα γύρω σου κι εμπρός.
Έχω δει πολλούς πολέμους κι ερημώσεις να πληθαίνουν
κι άλλες τόσες τυραννίες να ανεβοκατεβαίνουν.
Απ’ του Τούρκου τη μανία γλίτωσα και του Βανδάλου,
μα η χώρα σου έναν κλέφτη μου ’χει στείλει πιο μεγάλο.
Κοίτα, άδειος ο ναός μου, κατοικία ρημαγμένη,
και στοχάσου τι μιζέρια είναι γύρω απλωμένη.
Τούτα ο Κέκροπας, κι εκείνα τα ’χε ο Περικλής στολίσει,
κι ο Αδριανός τις Μούσες για να τις παρηγορήσει,
και ευγνωμονώ και όσους το ναό μου έχουν χτίσει,
μα ο Αλάριχος κι ο Έλγιν μ’ έχουν άγρια συλήσει.
Και σαν να ’πρεπε ο κόσμος το κατόρθωμα να μάθει,
ο Ελγίνος στο ναό μου πάει και τα’ όνομά του γράφει,
σα να νοιάστηκε η Παλλάδα να δοξάσει τ’ όνομά του,
κάτω η υπογραφή του, πάνω το κατόρθωμά του.
Κι ο απόγονος των Πίκτων είναι φημισμένος όσο
ειν’ ο αρχηγός των Γότθων, πιθανόν και άλλο τόσο.
Αλλ’ ο Αλάριχος τα πάντα είχε αγρίως καταστρέψει
με το δίκιο του πολέμου, μα ο ‘Ελγιν για να κλέψει
όσα οι βάρβαροι αφήσαν, που ’τανε απ’ ό,τι εκείνος
είναι βάρβαρος πιο λίγο, γιατί το ’κανε ο Ελγίνος;
Το ’κανε όπως τη λεία παρατάει το λιοντάρι
και ακολουθεί ο λύκος ή ο τσάκαλος να πάρει
και να γλείψει κάποια σάρκα που απόμεινε ακόμα
απ’ του λιονταριού ή του λύκου το αχόρταγο το στόμα.
Αλλά των θεών το κρίμα τους κακούργους θα τους πιάσει.
Κοίτα τι ο Έλγιν πήρε, κοίτα και τι έχει χάσει.
Τ’ όνομά του μ’ άλλο ένα το ναό μου τον λερώνει
και το φως της να το ρίξει η Αρτέμιδα θυμώνει.
Αν και έχει η Αφροδίτη τη μισή ντροπή ξεπλύνει,
η Παλλάδα όμως δεν πρέπει χωρίς γδικιωμό να μείνει».
Κι όταν σώπασε για λίγο, έτσι είχα αποτολμήσει,
απαντώντας ν’ απαλύνω της οργής της το μεθύσι:
Κόρη του Διός, της λέω, γι’ όνομα της Αλβιόνος,
και σαν γνήσιος Εγγλέζος, διαμαρτύρομαι εντόνως.
Μην κακίζεις την Αγγλία. Ξέρεις από ποιο ’ταν μέρος
ο ληστής και συλητής σου; Μάθε, Σκώτος ήταν βέρος.
Τη διαφορά να μάθεις αν το θες και την αιτία,
από της Φυλής το ύψος κοίταξε τη Βοιωτία.
Του νησιού μας Βοιωτία, μάθε, είναι η Σκωτία,
και καλά το ξέρω ότι απ’ αυτή τη νόθα χώρα
της σοφίας η θεά μας δεν τιμήθηκε ως τώρα.
Χώρα άγονη, που η φύση απλοχέρα δεν εστάθη,
και που έμβλημά της έχει το ψηλό γαϊδουραγκάθι,
που το μόνο προϊόν της είναι τα πηχτά σκοτάδια
κι οι τσιγκούνηδες κι αχρείοι που γυρίζουν σα ρημάδια.
Των βουνών και των ελών της το υγρό εκείνο αγέρι
στα κεφάλια τα κουτά τους σκοτισμό και άγνοια φέρει.
Τα μυαλά τα νερουλά τους άγονα ’ναι σαν το χώμα
και ψυχρά, όπως το χιόνι που δεν έλιωσε ακόμα.
Για τον πλούτο χίλιους τρόπους μηχανώνται τα παιδιά της
και το κέρδος τα τραβάει και τα πάει μακριά της.
Στην ανατολή, στη δύση, μόνο προς βορράν δεν πάνε:
κέρδη να βρουν δίχως κόπο, γη και θάλασσες περνάνε.
Ά, καταραμένη ώρα και καταραμένη μέρα,
που τον Πίκτο για ληστεία είχε στείλει κι εδώ πέρα!
Κι όμως, άξια βλαστάρια γέννησε και η Σκωτία,
σαν τον Πίνδαρο που έχει κι η νωθρή η Βοιωτία
και μακάρι οι σοφοί τους να νικήσουνε το κλίμα
κι οι γενναίοι ν’ αψηφίσουν και του θάνατου το μνήμα,
και τη σκόνη αυτής της χώρας ξετινάζοντας και πάλι,
σαν παιδάκια να αστράψουν σε χαρούμενο ακρογιάλι,
γιατί, όπως σ’ άλλα χρόνια, όταν σε μια ψεύτρα χώρα
δέκα ανδρείοι αν υπήρχαν, αποφεύγονταν η μπόρα».
«Ω θνητέ, μου είπε τότε η γαλανομάτα η κόρη,
τούτο το μαντάτο φέρε στης πατρίδας σου τα όρη:
Αν και έχω παρακμάσει, να εκδικηθώ μου μένει
και ν’ αποστραφώ μια χώρα σκοτεινή κι ατιμασμένη.
Άκουσε, λοιπόν, τις ρήσεις της θεάς Παλλάδας μόνο:
άκουσε και σώπα: τα’ άλλα θα ειπωθούν από το χρόνο.
Πρώτα στο κεφάλι εκείνου που ’κανε αυτή την πράξη
η κατάρα μου θ’ αστράψει, ίδιον και γενιά να κάψει.
Ούτε μία σπίθα πνεύμα να μην έχουν τα παιδιά του
και αναίσθητα να είναι, όπως και η αφεντιά του.
Κι αν βρεθεί απόγονός του να ’χει λίγο πνεύμα ή φάτσα,
τότε σίγουρα θα είναι νόθος κι από άλλη ράτσα.
Να γυρίζει μ’ απογόνους διανοητικά βλαμμένους
και αντί για της σοφίας, της βλακείας να ’χει επαίνους.
Κι οι κουτοί να επαινούνε την πολλή καλαισθησία
που θα τον χαρακτηρίζει στην αγοραπωλησία,
να πουλά κι έτσι να κάνει –τί ντροπή και τί απάτη!–
της κλεψιάς και αρπαγής του ένα έθνος συνεργάτη.
Κι ο Ουέστ, που της Ευρώπης είναι ο ρυπαρογράφος,
μα της δύστυχης Αγγλίας κόλαξ και τρανός ζωγράφος,
με τα χέρια σαν αγγίξει έργα τέχνης των αιώνων,
μπρος τους θα θαρρεί πως είναι μαθητής ογδόντα χρόνων.
Και τριγύρω οι αγροίκοι παλαιστές θα μαζευτούνε
με της τέχνης τα μνημεία και αυτοί να συγκριθούνε
και το “μαρμαράδικό” του βλέποντας, θα το θαυμάσουν
κοκορόμυαλοι στην πύλη βιαστικοί σαν καταφθάσουν.
Και, τεμπέλικα, τ’ αρχαία σαν χαζοί θα σχολιάζουν,
ενώ οι γεροντοκόρες από πόθο θα στενάζουν
και θα κατατρώγουν όλες ψηλαφώντας με τα μάτια
των υπέροχων γιγάντων τα μαρμάρινα κομμάτια,
και θλιμμένες θα φωνάζουν, όταν δουν τους ανδριάντες:
“Ω, οι Έλληνες οι αρχαίοι ήτανε στ’ αλήθεια άντρες!”
Και συγκρίνοντάς τους τώρα με εκείνους τους γενναίους,
θα ζηλέψουν τη Λαΐδα για τους φίλους Αθηναίους.
Πότε σύγχρονη γυναίκα θα ’χει τέτοιον εραστή;
Άχ, αλίμονο, ο σερ Χάρρυ δεν του μοιάζει του Ηρακλή…
Και στο τέλος, μες στο τόσο το ανώνυμο το πλήθος,
θα βρεθεί κάποιος διαβάτης που θα έχει λίγο ήθος·
λυπημένος, βλέποντάς τα, άφωνος θ’ αγανακτήσει,
θα θαυμάσει τα κλεμμένα, μα τον κλέφτη θα μισήσει.
Ώ, καταραμένη να ’ναι η ζωή του και ο τάφος
και οργή να συνοδεύει το ιερόσυλό του πάθος.
Τ’ όνομά του η Ιστορία δίπλα σ’ εκεινού θα γράψει
του τρελού, που της Εφέσου το ναό ’χε κατακάψει.
Κι η κατάρα μου πιο πέρα απ’ τον τάφο να τον πάει
και το μίσος αιωνίως και τους δυο να κυνηγάει.
Ο Ηρόστρατος και ο Έλγιν, και οι δυο ατιμασμένοι,
μα ο δεύτερος πιο μαύρος απ’ τον πρώτο θ’ απομένει.
Μετάφραση, Π.Κ.
Μεγαλόπρεπα κι αγάλια τώρα ο ήλιος κατεβαίνει
πάνω στου Μοριά τους λόφους με θωριά χαριτωμένη·
όχι όπως εις τις χώρες του βορρά, σκοτεινιασμένος,
αλλ’ αστραφτερός σαν φλόγα, ζωντανός, φωτολουσμένος.
Στα βαθιά νερά μια ρίχνει απαλή, χρυσή αχτίνα
και το πράσινο χρυσώνει, το ρυτιδωμένο κύμα.
Και στης Αίγινας το βράχο τον αρχαίο και στην Ύδρα
ο θεός του κάλλους βάζει του φιλιού του τη σφραγίδα.
Πάνω απ’ το βασίλειό του ρίχνει τη φωτοχυσία,
αν κι ο κόσμος έχει πάψει να του κάνει πια θυσία.
Των κοφτών βουνών οι ίσκιοι μες στον κόλπο σου ριγμένοι,
τον φιλούν και τον χαϊδεύουν, Σαλαμίνα δοξασμένη!
Οι γαλάζιες τους οι άκρες μες στην απεραντοσύνη
βάφονται σαν την πορφύρα που ο βασιλιάς τη ντύνει.
Απαλά τα χρώματά του πάνω στις κορφές τα ρίχνει
και στολίζει ό,τι αγγίζει με τα χρυσαφένια ίχνη.
Ώσπου ο ήλιος, χαιρετώντας την πανώρια τούτη πλάση,
πίσ’ απ’ των Δελφών τα βράχια κρύβεται για να πλαγιάσει.
Τέτοιο, Αθήνα μου, ένα δείλι ήτανε που ο σοφός σου
εχαιρέτησε για πάντα τα’ απαλό, το χρυσό φως σου.
Με τι θλίψη οι καλοί σου οι πολίτες τη στερνή του
την αχτίδα την κοιτούσαν που ’παιρνε και την πνοή του…
Όχι ακόμα, όχι ακόμα, στα βουνά ο ήλιος μένει,
ειν’ απρόθυμος να δύσει και ακόμα περιμένει.
Αλλά πριν στου Κιθαιρώνα την κορφή να γείρει, πίνει
το πικρό ποτήρι ο γέρος και το πνεύμα παραδίνει.
Κι έφυγε η ψυχή που τα ’χε όλα περιφρονημένα,
που ’χε ζήσει και πεθάνει έτσι σαν άλλου κανένα.
Αλλά και στον κάμπο η νύχτα η βασίλισσα προβαίνει
απ’ του Υμηττού τα ύψη, δίχως όμως να υγραίνει
το ωραίο πρόσωπό της και να προμηνάει μπόρα.
Στη μαρμάρινη κολόνα τα φιλιά του στέλνει τώρα
το φεγγάρι. Κι εκεί κάτω, στου τζαμιού τον πύργο, λάμπει
το σημάδι του και γύρω αστραποβολούν οι κάμποι.
Οι πυκνοί μαύροι ελαιώνες κάτω είναι απλωμένοι
και ο Κηφισός κυλώντας απαλά γοργοδιαβαίνει.
Στο τζαμί τριγύρω – γύρω στέκονται τα κυπαρίσσια
και ο τρούλος του γυαλίζει με λαμπρότητα περίσσια.
Κι ένας φοίνικας θλιμμένος, στη θρησκευτική γαλήνη,
εκεί δίπλα στο Θησείο, μόνος έχει απομείνει.
Τί μαγευτικό τοπίο που προσφέρει εδώ η φύση,
και αναίσθητος θα είναι όποιον δεν τον συγκινήσει.
Του Αιγαίου πάλι ο φλοίσβος, που ακούγεται πιο πέρα,
νανουρίζει το περγιάλι μες στον καθαρό αέρα
και το ζαφειρένιο κύμα στη χρυσή ακτή χτυπάει
και τη γλύκα των χρωμάτων αλαργότερα την πάει.
Των νησιών εκεί στο βάθος η σκιά τραχιά μαυρίζει,
όταν απαλού πελάγου το χαμόγελο ανθίζει.
Έτσι αγνάντευα της γης μας και της θάλασσας τα κάλλη,
σαν τα βήματα σε τούτον το ναό με φέραν πάλι,
μόνο, δίχως να υπάρχουν φίλοι ή ανθρώποι άλλοι
στο μαγευτικό ετούτο και πανώριο ακρογιάλι,
που η τέχνη κι η ανδρεία είναι σαν μια οπτασία
και που βρίσκονται μονάχα σε ποιητικά βιβλία.
Κι όπως έστρεψε η ψυχή μου το ναό για να θαυμάσει
της θεάς, που οι ανθρώποι τώρα έχουν ατιμάσει,
οι παλιοί καιροί γυρίσαν, το παρόν πια είχε σβήσει
και ο Δόξα στην Ελλάδα γύριζε να κατοικήσει!
Επερνούσανε οι ώρες. Της Αρτέμιδας τα’ αστέρι
είχε φτάσει πια στου θόλου τα ψηλότερα τα μέρη
κι εγώ γύριζα μονάχος δίχως να ’μαι κουρασμένος,
σε θεού ναό που ήταν εντελώς λησμονημένος.
Αλλά πιο πολύ σ’ εκείνον τον δικό σου, ω Παλλάδα,
ετριγύριζα, ’κει όπου της Εκάτης η λαμπράδα
στις ψυχρές κολόνες πέφτει απαλά μα και θλιμμένη
κι ήχος την καρδιά παγώνει σαν από νεκρό να βγαίνει.
Ονειροπολώντας είχα για πολύ ’κει απομείνει,
θεωρώντας τι απ’ τη δόξα την παλιά είχε απομείνει,
όταν, ξάφνου, εκεί μπροστά μου, μια γιγάντια θεότης,
η Παλλάδα, με σιμώνει πάνω εκεί, μες στο ναό της!
Η Αθηνά ήταν η ίδια, αλλά πόσο αλλαγμένη
από τότε που στα τείχη των Δαρδάνων οπλισμένη
έτρεχε μ’ ορμή. Μα τώρα η μορφή της διαφέρει
από κείνη που ’χε πλάσει του Φειδία τα’ άξιο χέρι.
Του προσώπου της εκείνον δεν τον δείχνει πια τον τρόμο
κι η γοργόνα της ασπίδας είχε πάρει άλλο δρόμο.
Νά το κράνος της, κομμάτια. Τσακισμένο το κοντάρι,
κι ούτε τους νεκρούς δεν σκιάζει. Της ελιάς το νιο βλαστάρι
π’ ολοένα το κρατούσε, νά το, είναι μαραμένο
και ξερό καθώς το σφίγγει με το χέρι παγωμένο.
Αν κι από τους αθανάτους τα λαμπρότερα είχε νιάτα,
δακρυσμένη είναι τώρα η θεά η γαλανομάτα.
Και η γλαύκα της στο κράνος το σπασμένο καθισμένη
την κυρά μοιρολογάει με λαλιά απελπισμένη.
«Ω θνητέ, – έτσι μου είπε – της ντροπής σου αυτό το χρώμα
Βρετανός μου λέει να ’σαι, όνομα ανδρείου ακόμα
μέχρι χτες λαού, ελευθέρου, με ωραία πεπρωμένα,
τώρα περιφρονημένου, και ιδίως από μένα.
Η Παλλάδα πρώτος θα ’ναι της πατρίδας σου εχθρός·
την αιτία θες να μάθεις; Κοίτα γύρω σου κι εμπρός.
Έχω δει πολλούς πολέμους κι ερημώσεις να πληθαίνουν
κι άλλες τόσες τυραννίες να ανεβοκατεβαίνουν.
Απ’ του Τούρκου τη μανία γλίτωσα και του Βανδάλου,
μα η χώρα σου έναν κλέφτη μου ’χει στείλει πιο μεγάλο.
Κοίτα, άδειος ο ναός μου, κατοικία ρημαγμένη,
και στοχάσου τι μιζέρια είναι γύρω απλωμένη.
Τούτα ο Κέκροπας, κι εκείνα τα ’χε ο Περικλής στολίσει,
κι ο Αδριανός τις Μούσες για να τις παρηγορήσει,
και ευγνωμονώ και όσους το ναό μου έχουν χτίσει,
μα ο Αλάριχος κι ο Έλγιν μ’ έχουν άγρια συλήσει.
Και σαν να ’πρεπε ο κόσμος το κατόρθωμα να μάθει,
ο Ελγίνος στο ναό μου πάει και τα’ όνομά του γράφει,
σα να νοιάστηκε η Παλλάδα να δοξάσει τ’ όνομά του,
κάτω η υπογραφή του, πάνω το κατόρθωμά του.
Κι ο απόγονος των Πίκτων είναι φημισμένος όσο
ειν’ ο αρχηγός των Γότθων, πιθανόν και άλλο τόσο.
Αλλ’ ο Αλάριχος τα πάντα είχε αγρίως καταστρέψει
με το δίκιο του πολέμου, μα ο ‘Ελγιν για να κλέψει
όσα οι βάρβαροι αφήσαν, που ’τανε απ’ ό,τι εκείνος
είναι βάρβαρος πιο λίγο, γιατί το ’κανε ο Ελγίνος;
Το ’κανε όπως τη λεία παρατάει το λιοντάρι
και ακολουθεί ο λύκος ή ο τσάκαλος να πάρει
και να γλείψει κάποια σάρκα που απόμεινε ακόμα
απ’ του λιονταριού ή του λύκου το αχόρταγο το στόμα.
Αλλά των θεών το κρίμα τους κακούργους θα τους πιάσει.
Κοίτα τι ο Έλγιν πήρε, κοίτα και τι έχει χάσει.
Τ’ όνομά του μ’ άλλο ένα το ναό μου τον λερώνει
και το φως της να το ρίξει η Αρτέμιδα θυμώνει.
Αν και έχει η Αφροδίτη τη μισή ντροπή ξεπλύνει,
η Παλλάδα όμως δεν πρέπει χωρίς γδικιωμό να μείνει».
Κι όταν σώπασε για λίγο, έτσι είχα αποτολμήσει,
απαντώντας ν’ απαλύνω της οργής της το μεθύσι:
Κόρη του Διός, της λέω, γι’ όνομα της Αλβιόνος,
και σαν γνήσιος Εγγλέζος, διαμαρτύρομαι εντόνως.
Μην κακίζεις την Αγγλία. Ξέρεις από ποιο ’ταν μέρος
ο ληστής και συλητής σου; Μάθε, Σκώτος ήταν βέρος.
Τη διαφορά να μάθεις αν το θες και την αιτία,
από της Φυλής το ύψος κοίταξε τη Βοιωτία.
Του νησιού μας Βοιωτία, μάθε, είναι η Σκωτία,
και καλά το ξέρω ότι απ’ αυτή τη νόθα χώρα
της σοφίας η θεά μας δεν τιμήθηκε ως τώρα.
Χώρα άγονη, που η φύση απλοχέρα δεν εστάθη,
και που έμβλημά της έχει το ψηλό γαϊδουραγκάθι,
που το μόνο προϊόν της είναι τα πηχτά σκοτάδια
κι οι τσιγκούνηδες κι αχρείοι που γυρίζουν σα ρημάδια.
Των βουνών και των ελών της το υγρό εκείνο αγέρι
στα κεφάλια τα κουτά τους σκοτισμό και άγνοια φέρει.
Τα μυαλά τα νερουλά τους άγονα ’ναι σαν το χώμα
και ψυχρά, όπως το χιόνι που δεν έλιωσε ακόμα.
Για τον πλούτο χίλιους τρόπους μηχανώνται τα παιδιά της
και το κέρδος τα τραβάει και τα πάει μακριά της.
Στην ανατολή, στη δύση, μόνο προς βορράν δεν πάνε:
κέρδη να βρουν δίχως κόπο, γη και θάλασσες περνάνε.
Ά, καταραμένη ώρα και καταραμένη μέρα,
που τον Πίκτο για ληστεία είχε στείλει κι εδώ πέρα!
Κι όμως, άξια βλαστάρια γέννησε και η Σκωτία,
σαν τον Πίνδαρο που έχει κι η νωθρή η Βοιωτία
και μακάρι οι σοφοί τους να νικήσουνε το κλίμα
κι οι γενναίοι ν’ αψηφίσουν και του θάνατου το μνήμα,
και τη σκόνη αυτής της χώρας ξετινάζοντας και πάλι,
σαν παιδάκια να αστράψουν σε χαρούμενο ακρογιάλι,
γιατί, όπως σ’ άλλα χρόνια, όταν σε μια ψεύτρα χώρα
δέκα ανδρείοι αν υπήρχαν, αποφεύγονταν η μπόρα».
«Ω θνητέ, μου είπε τότε η γαλανομάτα η κόρη,
τούτο το μαντάτο φέρε στης πατρίδας σου τα όρη:
Αν και έχω παρακμάσει, να εκδικηθώ μου μένει
και ν’ αποστραφώ μια χώρα σκοτεινή κι ατιμασμένη.
Άκουσε, λοιπόν, τις ρήσεις της θεάς Παλλάδας μόνο:
άκουσε και σώπα: τα’ άλλα θα ειπωθούν από το χρόνο.
Πρώτα στο κεφάλι εκείνου που ’κανε αυτή την πράξη
η κατάρα μου θ’ αστράψει, ίδιον και γενιά να κάψει.
Ούτε μία σπίθα πνεύμα να μην έχουν τα παιδιά του
και αναίσθητα να είναι, όπως και η αφεντιά του.
Κι αν βρεθεί απόγονός του να ’χει λίγο πνεύμα ή φάτσα,
τότε σίγουρα θα είναι νόθος κι από άλλη ράτσα.
Να γυρίζει μ’ απογόνους διανοητικά βλαμμένους
και αντί για της σοφίας, της βλακείας να ’χει επαίνους.
Κι οι κουτοί να επαινούνε την πολλή καλαισθησία
που θα τον χαρακτηρίζει στην αγοραπωλησία,
να πουλά κι έτσι να κάνει –τί ντροπή και τί απάτη!–
της κλεψιάς και αρπαγής του ένα έθνος συνεργάτη.
Κι ο Ουέστ, που της Ευρώπης είναι ο ρυπαρογράφος,
μα της δύστυχης Αγγλίας κόλαξ και τρανός ζωγράφος,
με τα χέρια σαν αγγίξει έργα τέχνης των αιώνων,
μπρος τους θα θαρρεί πως είναι μαθητής ογδόντα χρόνων.
Και τριγύρω οι αγροίκοι παλαιστές θα μαζευτούνε
με της τέχνης τα μνημεία και αυτοί να συγκριθούνε
και το “μαρμαράδικό” του βλέποντας, θα το θαυμάσουν
κοκορόμυαλοι στην πύλη βιαστικοί σαν καταφθάσουν.
Και, τεμπέλικα, τ’ αρχαία σαν χαζοί θα σχολιάζουν,
ενώ οι γεροντοκόρες από πόθο θα στενάζουν
και θα κατατρώγουν όλες ψηλαφώντας με τα μάτια
των υπέροχων γιγάντων τα μαρμάρινα κομμάτια,
και θλιμμένες θα φωνάζουν, όταν δουν τους ανδριάντες:
“Ω, οι Έλληνες οι αρχαίοι ήτανε στ’ αλήθεια άντρες!”
Και συγκρίνοντάς τους τώρα με εκείνους τους γενναίους,
θα ζηλέψουν τη Λαΐδα για τους φίλους Αθηναίους.
Πότε σύγχρονη γυναίκα θα ’χει τέτοιον εραστή;
Άχ, αλίμονο, ο σερ Χάρρυ δεν του μοιάζει του Ηρακλή…
Και στο τέλος, μες στο τόσο το ανώνυμο το πλήθος,
θα βρεθεί κάποιος διαβάτης που θα έχει λίγο ήθος·
λυπημένος, βλέποντάς τα, άφωνος θ’ αγανακτήσει,
θα θαυμάσει τα κλεμμένα, μα τον κλέφτη θα μισήσει.
Ώ, καταραμένη να ’ναι η ζωή του και ο τάφος
και οργή να συνοδεύει το ιερόσυλό του πάθος.
Τ’ όνομά του η Ιστορία δίπλα σ’ εκεινού θα γράψει
του τρελού, που της Εφέσου το ναό ’χε κατακάψει.
Κι η κατάρα μου πιο πέρα απ’ τον τάφο να τον πάει
και το μίσος αιωνίως και τους δυο να κυνηγάει.
Ο Ηρόστρατος και ο Έλγιν, και οι δυο ατιμασμένοι,
μα ο δεύτερος πιο μαύρος απ’ τον πρώτο θ’ απομένει.
Μετάφραση, Π.Κ.
Τρίτη 20 Αυγούστου 2013
Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013
Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
Oι Eλεύθεροι Πολιορκημένοι. Σχεδίασμα B΄ | Σολωμός Διονύσιος |
1. Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει· Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ η μάνα το ζηλεύει. Tα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει· Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει: «Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ έχω γω στο χέρι; Oπού συ μούγινες βαρύ κι’ ο Aγαρηνός το ξέρει.» 2. Tο Mεσολόγγι έπεσε την άνοιξη· ο ποιητής παρασταίνει την Φύση, εις τη στιγμή που είναι ωραιότερη, ως μία δύναμη, η οποία, με όλα τ’ άλλα και υλικά και ηθικά ενάντια, προσπαθεί να δειλιάση τους πολιορκημένους· ιδού οι Στοχασμοί του ποιητή: H ζωή που ανασταίνεται με όλες της τες χαρές, αναβρύζοντας ολούθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα· η ζωή ακέραιη, απ’ όλα της φύσης τα μέρη, θέλει να καταβάλη την ανθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γη, ουρανός, συγχωνευμένα, επιφάνεια και βάθος συγχωνευμένα, τα οποία πάλι πολιορκούν την ανθρώπινη φύση στην επιφάνεια και εις το βάθος της. H ωραιότης της φύσης, που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν. O Aπρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε, Kι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε. Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει, Kαι μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι, Kι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη. Kαι μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα, Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα, Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο· Tο σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο. Mάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη, H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι· Mε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει· Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει. Tρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της. 3. Eνώ ακούεται το μαγευτικό τραγούδι της άνοιξης, οπού κινδυνεύει να ξυπνήση εις τους πολιορκημένους την αγάπη της ζωής τόσον, ώστε να ολιγοστέψη η αντρεία τους, ένας των Eλλήνων πολεμάρχων σαλπίζει κράζοντας τους άλλους εις συμβούλιο, και η σβημένη κλαγγή, οπού βγαίνει μέσ’ από το αδυνατισμένο στήθος του, φθάνοντας εις το εχθρικό στρατόπεδο παρακινεί έναν Aράπη να κάμη ό,τι περιγράφουν οι στίχοι 4-12. «Σάλπιγγα, κόψ’ του τραγουδιού τα μάγια με βία, Γυναικός, γέροντος, παιδιού, μη κόψουν την αντρεία.» Xαμένη, αλίμονον! κι’ οκνή τη σάλπιγγα γρικάει· Aλλά πώς φθάνει στον εχθρό και κάθ’ ηχώ ξυπνάει; Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται, Kι’ η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται· Kαι με χαρούμενη πνοή το στήθος το χορτάτο, T’ αράθυμο, το δυνατό, κι’ όλο ψυχές γιομάτο, Bαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα, Tον όμορφο τρικύμισε και ξάστερον αέρα· Tέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν’ άστρο, Tρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο. 4. Mόλις έπαυσε το σάλπισμα ο Aράπης, μία μυριόφωνη βοή ακούεται εις το εχθρικό στρατόπεδο, και η βίγλα του κάστρου, αχνή σαν το χάρο, λέει των Eλλήνων: «Mπαίνει ο εχθρικός στόλος.» Tο πυκνό δάσος έμεινε ακίνητο εις τα νερά, όπου η ελπίδα απάντεχε να ιδή τα φιλικά καράβια. Tότε ο εχθρός εξανανέωσε την κραυγή, και εις αυτήν αντιβόησαν οι νεόφθαστοι μέσ’ από τα καράβια. Mετά ταύτα μία ακατάπαυτη βροντή έκανε τον αέρα να τρέμη πολλή ώρα, και εις αυτή την τρικυμία H μαύρη γη σκιρτά ως χοχλό μες στο νερό που βράζει. ―Έως εκείνη τη στιγμή οι πολιορκημένοι είχαν υπομείνει πολλούς αγώνες με κάποιαν ελπίδα να φθάση ο φιλικός στόλος και να συντρίψη ίσως τον σιδερένιο κύκλο οπού τους περιζώνει· τώρα οπού έχασαν κάθε ελπίδα, και ο εχθρός τούς τάζει να τους χαρίση τη ζωή αν αλλαξοπιστήσουν, η υστερινή τους αντίσταση τους αποδείχνει Mάρτυρες. 5. . . . . . . . . . . . Στην πεισμωμένη μάχη Σφόδρα σκιρτούν μακριά πολύ τα πέλαγα κι’ οι βράχοι, Kαι τα γλυκοχαράματα, και μες στα μεσημέρια, Kι’ όταν θολώσουν τα νερά, κι’ όταν εβγούν τ’ αστέρια. Φοβούνται γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε, Kι’ οι ξένοι ναύκληροι μακριά πικραίνονται και λένε: «Aραπιάς άτι, Γάλλου νους, σπαθί Tουρκιάς μολύβι, Πέλαγο μέγα βράζ’ ο εχθρός προς το φτωχό καλύβι.» 6. Ένας πολέμαρχος ξάφνου απομακραίνεται από τον κύκλο, όπου είναι συναγμένοι εις συμβούλιο για το γιουρούσι, γιατί τον επλάκωσε η ενθύμηση, τρομερή εις εκείνη την ώρα της άκρας δυστυχίας, ότι εις εκείνο το ίδιο μέρος, εις τες λαμπρές ημέρες της νίκης, είχε πέσει κοπιασμένος από τον πολεμικό αγώνα, και αυτού επρωτάκουσε, από τα χείλη της αγαπημένης του, τον αντίλαλο της δόξας του, οποία έως τότε είχε μείνει άγνωστη εις την απλή και ταπεινή ψυχή του. Mακριά απ’ όπ’ ήτα’ αντίστροφος κι’ ακίνητος εστήθη· Mόνε σφοδρά βροντοκοπούν τ’ αρματωμένα στήθη· «Eκεί ’ρθε το χρυσότερο από τα ονείρατά μου· Mε τ’ άρματ’ όλα βρόντησα τυφλός του κόπου χάμου. Φωνή ’πε ―O δρόμος σου γλυκός και μοσχοβολισμένος· Στην κεφαλή σου κρέμεται, ο ήλιος μαγεμένος· Παλληκαρά και μορφονιές, γεια σου, Kαλέ, χαρά σου! Άκου! νησιά, στεριές της γης, εμάθαν τ’ όνομά σου.― Tούτος, αχ! πού ’ν’ ο δοξαστός κι’ η θεϊκιά θωριά του; H αγκάλη μ’ έτρεμ’ ανοιχτή κατά τα γόνατά του. Έριξε χάμου τα χαρτιά με τς είδησες του κόσμου H κορασιά τρεμάμενη . . . . . . . . . . . . . . . . . Xαρά τής έσβηε τη φωνή πούν’ τώρα αποσβημένη· Άμε, χρυσ’ όνειρο, και συ με τη σαβανωμένη. Eδώ ’ναι χρεία να κατεβώ, να σφίξω το σπαθί μου, Πριν όλοι χάσουν τη ζωή, κι’ εγ’ όλη την πνοή μου· Tα λίγα απομεινάρια της πείνας και τς αντρείας, . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Γκόλφι να τάχω στο πλευρό και να τα βγάλω πέρα, Που μ’ έκραξαν μ’ απαντοχή, φίλο, αδελφό, πατέρα· Δρόμ’ αστραφτά να σχίσω τους σ’ εχθρούς καλά θρεμμένους, Σ’ εχθρούς πολλούς, πολλ’ άξιους, πολλά φαρμακωμένους· Nα μείνης, χώμα πατρικό, για μισητό ποδάρι· H μαύρη πέτρα σου χρυσή και το ξερό χορτάρι.» «Θύρες ανοίξτ’ ολόχρυσες για την γλυκιάν ελπίδα.» 7. Kρυφή χαρά ’στραψε σ’ εσέ· κάτι καλό ’χει ο νους σου· Πες, να το ξεμυστηρευτής θες τ’ αδελφοποιτού σου; Ψυχή μεγάλη και γλυκιά, μετά χαράς σ’ το λέω: Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω. Eφοβήθηκα κάποτε μη δειλιάσουν και τες επαρατήρησα αδιάκοπα, Για η δύναμη δεν είν’ σ’ αυτές ίσια με τ’ άλλα δώρα. Aπόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία απ’ αυτές, η νεώτερη, επήγε να τα κλείση, αλλά μία άλλη της είπε: «Όχι, παιδί μου· άφησε νάμπη η μυρωδιά από τα φαγητά· είναι χρεία να συνηθίσουμε· Mεγάλο πράμα η υπομονή! . . . . . . . . . . . . . . . Aχ! μας την έπεμψε ο Θεός· κλει θησαυρούς κι’ εκείνη. Eμείς πρέπει να έχουμε υπομονή, αν και έρχονταν οι μυρωδιές. Aπ’ όσα δίν’ η θάλασσα, απ’ όσ’ η γη, ο αέρας.» Kι’ έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο, και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνότουν μέσα κι’ εγιόμισε το δωμάτιο. Kαι η πρώτη είπε: «Kαι το αεράκι μάς πολεμάει.» ―Mία άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της, Kι’ άφ’σε το χέρι του παιδιού κι’ εσώπασε λιγάκι, Kαι ξάφνου της εφάνηκε στο στόμα το βαμπάκι. Kαι άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθή καθεμία τ’ όνειρό της, Kι’ όλες εφώναξαν μαζί κι’ είπαν πως είδαν ένα. Kι’ ό,τι αποφάσισαν μαζί να πουν τα ονείρατά τους, Eίπα να ιδώ τη γνώμη τους στην υπνοφαντασιά τους. Kαι μία είπε: «Mου εφαίνοτουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποια μικρά, ποια μεγάλα, κι’ ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου, κι’ έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή, Kαι μες στη θάλασσα γλυκά βαστούσαν τα νερά μας.» Kαι μία δεύτερη είπε: «Eγώ ’δα δάφνες.―Kι εγώ φως· . . . . . . ―Kι’ εγώ σ’ φωτιά μιαν όμορφη π’ αστράφταν τα μαλλιά της.» Kαι αφού όλες εδιηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη πούχε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε: «Iδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τη θέληση και εις όλα τ’ άλλα έργα.» Kαι όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι’ ετριγύρισαν με αγάπη το παιδί της πούχε ξεψυχήσει. Iδού, αυτές οι γυναίκες φέρνονται θαυμαστά· αυτές είναι μεγαλόψυχες, και λένε ότι μαθαίνουν από μας· δε δειλιάζουν, μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα που είχαν να γεννήσουν τέκνα για τη δόξα και για την ευτυχία. Eμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε απ’ αυτές και να τες λατρεύουμε έως την ύστερην ώρα. ―Πες μου και συ τώρα γιατί εχθές, ύστερ’ από το συμβούλιο, ενώ εστεκόμαστε σιωπηλοί, απομακρύνθηκες ταραγμένος· Nα μου το πης να τόχω γω γκολφισταυρό στον άδη. Eχαμογέλασε πικρά κι’ ολούθενε κοιτάζει· Kι’ ανεί πολύ τα βλέφαρα τα δάκρυα να βαστάξουν. 8. Παρασταίνεται ο Iμπραΐμ Πασάς συλλογιζόμενος τη σημαντικότητα της γης, την οποία θέλει να κυριέψη, και τον πόνο και την εντροπή του αν δεν το κατορθώση. Kαθώς εκεί στην Aραπιά . . . . . . . . . . . . Xύνεται ανάερα το σκυλί της δίψας λυσσιασμένο. Mες στην ψυχή την αγρικά σα σπίθα στη φωτιά της. Kαι συχνά τούπ’ η αράθυμη και τρίσβαθη ψυχή του: «Kάμποι, βουνά καρπόφορα, και λίμνη ωραία και πλούσια.» «Σ’ τουφέκι αλλάξαν και σπαθί το δίχτυ και τ’ αγκίστρι.» «Mάνα καλή παλληκαριών, και κάμε τη δική σου.» «Aιώνια ήθελ’ ήτανε ο πόνος κι’ η ντροπή μου.» 9. Eτούτ’ είν’ ύστερη νυχτιά· όλα τ’ αστέρια βγάνει· Oλονυχτίς ανέβαινε η δέηση, το λιβάνι. O Aράπης, τραβηγμένος από τη μυρωδιά που εσκορπούσε το θυμίαμα, περίεργος και ανυπόμονος, με βιαστικά πατήματα πλησιάζει εις το τείχος, Kαι απάνου, ανάγκη φοβερή! σκυλί δεν του ’λυχτάει. Kαι ακροάζεται· αλλά τη νυχτική γαλήνη δεν αντίσκοβε μήτε φωνή, μήτε κλάψα, μήτε αναστεναγμός· ήθελε πης ότι είχε παύσει η ζωή· οι ήρωες είναι ενωμένοι και, μέσα τους, λόγια λένε Για την αιωνιότητα, που μόλις τα χωράει· Στα μάτια και στο πρόσωπο φαίνοντ’ οι στοχασμοί τους· Tους λέει μεγάλα και πολλά η τρίσβαθη ψυχή τους. Aγάπη κι’ έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν· Tα σπλάχνα τους κι’ η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν· Γλυκιά κι’ ελεύθερ’ η ψυχή σα νάτανε βγαλμένη, Kι’ υψώναν με χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη. 10. Aφού έκαψαν τα κρεβάτια, οι γυναίκες παρακαλούν τους άντρες να τες αφήσουν να κάμουνε αντάμα, εις το σπήλαιο, την υστερινή δέηση. Mι’ απ’ αυτές, η γεροντότερη, μιλεί για τες άλλες: «Άκουσε, παιδί μου, και τούτο από το στόμα μου, Πούμ’ όλη κάτου από τη γη κι’ ένα μπουτσούνι απ’ έξω. Oρκίζουν σε στη στάχτ’ αυτή . . . . . . . . . . . . . . . . . Kαι στα κρεβάτια τ’ άτυχα με το σεμνό στεφάνι· N’ αφήστε σάς παρακαλούν να τρέξουμε σ’ εκείνο, Nα κάμουμ’ άμα το στερνό χαιρετισμό και θρήνο.» Kι’ επειδή εκείνος αργούσε ολίγο να δώση την απόκριση, Όλες στη γη τα γόνατα εχτύπησαν ομπρός του, Kι’ εβάστααν όλες κατ’ αυτόν τη χούφτα σηκωμένη, Kαι με πικρό χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη, Σα νάθελ’ έσπλαχνα ο Θεός βρέξη ψωμί σ’ εκείνες. 11. Oι γυναίκες, εις τες οποίες έως τότε είχε φανή όμοια μεγαλοψυχία με τους άντρες, όταν δέονται και αυτές, δειλιάζουν λιγάκι και κλαίνε· όθεν προχωρεί η Πράξη· διότι όλα τα φερσίματα των γυναικών αντιχτυπούν εις την καρδιά των πολεμιστάδων, και αυτή είναι η υστερινή εξωτερική δύναμη που τους καταπολεμάει, από την οποίαν, ως απ’ όλες τες άλλες, αυτοί βγαίνουν ελεύθεροι. 12. Eίναι προσωποποιημένη η Πατρίδα, η Mεγάλη Mητέρα, θεάνθρωπη, ώστε να αισθάνεται όλα τα παθήματα, και καθαρίζοντάς τα εις τη μεγάλη ψυχή της να αναπνέη την Παράδεισο· Πολλές πληγές κι’ εγλύκαναν γιατ’ έσταξ’ αγιομύρος. Mένει άγρυπνη μέρα και νύχτα, καρτερώντας το τέλος του αγώνος· δεν τα φοβάται τα παιδιά της μη δειλιάσουν· εις τα μάτια της είναι φανερά τα πλέον απόκρυφα της ψυχής τους· Στου τέκνου σύρριζα το νου, Θεού της μάνας μάτι· Λόγο, έργο, νόημα . . . . . . . . . . . . . . . . . Aπό το πρώτο μίλημα στον αγγελοκρουμό του. Για τούτο αυτή είναι Ήσυχη για τη γνώμη τους, αλλ’ όχι για τη Mοίρα, Kαι μες στην τρίσβαθη ψυχή ο πόνος τής ’πλημμύρα, Eπειδή βλέπει τον εχθρόν άσπονδον, άπονον από το πολύ πείσμα, και καταλαβαίνει ότι αν το Έλεος έχυνε μες στα σπλάχνα του όλους τους θησαυρούς του, τούτοι Tριαντάφυλλά ’ναι θεϊκά στην κόλαση πεσμένα. 13. Mένουν οι Mάρτυρες με τα μάτια προσηλωμένα εις την ανατολή, να φέξη για νάβγουνε στο γιουρούσι, και η φοβερή αυγή, Mνήσθητι, Kύριε ― είναι κοντά· Mνήσθητι, Kύριε ― εφάνη! Eπάψαν τα φιλιά στη γη . . . . . . . . . . . . . . . . . Στα στήθια και στο πρόσωπο, στα χέρια και στα πόδια. Mία φούχτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ’ εκείνο. Iδού, σεισμός και βροντισμός, κι’ εβάστουναν ακόμα, Που ο κύκλος φθάνει ο φοβερός με τον αφρό στο στόμα, Kι’ εσχίσθη αμέσως, κι’ έβαλε στης Mάνας τα ποδάρια Tης πείνας και του . . . . . τα λίγα απομεινάρια· T’ απομεινάρια ανέγγιαγα και κατατρομασμένα, Tα γόνατα και τα σπαθιά τα ματοκυλισμένα. 14. Tο μάτι μου έτρεχε ρονιά κι’ ομπρός του δεν εθώρα, Kι’ έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλή ώρα, Π’ άστραψε γέλιο αθάνατο, παιγνίδι της χαράς του, Στο φως της καλοσύνης του, στο φως της ομορφιάς του. 15. Έχε όσες έχ’ η Aνατολή κι’ όσες ευχές η Δύση. 16. M’ όλον που τότ’ ασάλευτος στο νου μ’ ο νιος εστήθη, Kι’ είχε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη. 17. Kι’ άνθιζε μέσα μου η ζωή μ’ όλα τα πλούτια πόχει. 18. Συχνά τα στήθια εκούρασα, ποτέ την καλοσύνη. 19. O υιός σου κρίνος με δροσιά φεγγαροστολισμένος. 20. Στον ύπνο της μουρμούριζε την κλάψα της τρυγόνας. 21. Aνάξιε δούλε του Xριστού, κάτου τα γόνατά σου. 22. Για κοίτα κει χάσμα σεισμού βαθιά στον τοίχο πέρα, Kαι βγαίνουν άνθια πλουμιστά και τρέμουν στον αέρα· Λούλουδα μύρια, που καλούν χρυσό μελισσολόι, Άσπρα, γαλάζια, κόκκινα, και κρύβουνε τη χλόη. 23. Xιλιάδες ήχοι αμέτρητοι, πολύ βαθιά στη χτίση· H Aνατολή τ’ αρχίναγε κι’ ετέλειωνέ το η Δύση. Kάποι από την Aνατολή κι’ από τη Δύση κάποι· Kάθ’ ήχος είχε και χαρά, κάθε χαρά κι’ αγάπη. 24. Kάνε σιμά κι’ είναι ψιλές, κάνε βαριές και πέρα, Σαν του Mαϊού τες ευωδιές γιομόζαν τον αέρα. 25. H όψη ομπρός μου φαίνεται, και μες στη θάλασσ’ όχι, Όμορφη ως είναι τ’ όνειρο μ’ όλα τα μάγια πόχει. 26. Xρυσ’ όνειρο ηθέλησε το πέλαγο ν’ αφήση, Tο πέλαγο, που πάτουνε χωρίς να το συγχύση. 27. Kι’ έφυγε το χρυσ’ όνειρο ως φεύγουν όλα τ’ άλλα. 28. Ήταν με σένα τρεις χαρές στην πίκρα φυτρωμένες, Όμως για μένα στη χαρά τρεις πίκρες ριζωμένες. 29. Όλοι σαν ένας, ναι, χτυπούν, όμως εσύ σαν όλους. 30. Tου πόνου εστρέψαν οι πηγές από το σωθικό μου, Έστρωσ’ ο νους, κι’ ανέβηκα πάλι στον εαυτό μου. 31. Tο γλυκό σπίτι της ζωής πούχε χαρά και δόξα. 32. Παράπονο χαμός καιρού σ’ ό,τι κανείς κι’ α χάση. 33. Xαρά στα μάτια μου να ιδώ τα πολυαγαπημένα, Που μόδειξε σκληρ’ όνειρο στο σάβανο κλεισμένα. 34. . . . . . . . . . . . . . . . . Kαι μετά βίας Tί μόστειλες, χρυσοπηγή της Παντοδυναμίας; 35. Έστρωσ’, εδέχθ’ η θάλασσα άντρες ριψοκινδύνους, Kι’ εδέχθηκε στα βάθη τους τον ουρανό κι’ εκείνους. 36. Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου. 37. Oπούν’ ερμιά και σκοτεινιά και του θανάτου σπίτι. 38. Tο πολιορκούμενο Mεσολόγγι έχει τριγύρου χάντακα, Πόφαγε κόκαλο πολύ του Tούρκου και τ’ Aράπη. 39. Xθες πρωτοχάρηκε το φως και τον γλυκόν αέρα. 40. Πάλι μου ξίπασε τ’ αυτί γλυκιάς φωνής αγέρας, Kι’ έπλασε τ’ άστρο της νυχτός και τ’ άστρο της ημέρας. 41. Oλίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι’ έρμο. 42. Kι’ όπου η βουλή τους συφορά, κι’ όπου το πόδι χάρος. 43. Σε βυθό πέφτει από βυθό ως που δεν ήταν άλλος· Eκείθ’ εβγήκε ανίκητος. 44. Φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και το χάρο. 45. O αριθμός του εχθρού, Tόσ’ άστρα δεν εγνώρισεν ο τρίσβαθος αιθέρας. 46. H Eλπίδα περνάει από φριχτήν ερημία με Tα χρυσοπράσινα φτερά γιομάτα λουλουδάκια. 47. Xάνονται τ’ άνθη τα πολλά, πούχ’ άσπρα με τα φύλλα. 48. Για να μου ξεμυστηρευθή τα αινίγματα τα θεία. 49. Σ’ ελέγχ’ η πέτρα που κρατείς και κλει φωνή κι’ αυτήνη. 50. Mες στ’ άγιο Bήμα της ψυχής. 51. H δύναμή σου πέλαγο κι’ η θέλησή μου βράχος. 52. Στον κόσμο τούτον χύνεται και σ’ άλλους κόσμους φθάνει. 53. Mε φουσκωμένα τα πανιά περήφανα κι’ ωραία. 54. Πολλοί ’ν’ οι δρόμοι πόχει ο νους. 55. H βοή του εχθρικού στρατόπεδου παρομοιάζεται με τον άνεμο, Oπού περνάει το πέλαγο και κόβεται στο βράχο. 56. Kαι το τριφύλλι εχόρτασε και το περιπλοκάδι, Kι’ εχόρευε κι’ εβέλαζε στο φουντωτό λιβάδι. 57. Ω γη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . O Oυρανός σε προσκαλεί κι’ η Kόλαση βρυχίζει. 58. Kαι με το ρούχο ολόμαυρο σαν του λαγού το αίμα. 59. Kαι τες ατάραχες πνοές τες πολυαγαπημένες. 60. Oι Έλληνες, με την ελπίδα να φθάση ο φιλικός στόλος, κοιτάζουν τον μακρινό ξάστερον ορίζοντα κι’ εύχονται Nα θόλωνε στα μάτια τους με κάτι που προβαίνει. 61. Kι’ επότισέ μου την ψυχή που χόρτασεν αμέσως. |
(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1961) |
Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012
Γεώργιος Σουρής, 1853-1919
Κ Α Τ Α Ρ Γ Η Σ Ι Σ
Επειδή καιρούς το Έθνος δυστυχίας διατρέχει,
επειδή ελπίς καμία δεν υπάρχει κατ' αυτάς,
επειδή και το Ταμείον εις δαπάνας δεν αντέχει
καταργούμεν τας πρεσβείας και αυτούς τους πρεσβευτάς.
Διατάσσομεν αμέσως εις Αθήνας να' λθουν όλοι,
και αφήνομεν μονάχα τον εν Κωνσταντινοπόλει.
Επειδή ο κόσμος όλος από φόρους εφορτώθη,
επειδή δεν τους σηκώνει και η ράχη των Ελλήνων,
επειδή και ο Τρικούπης κι η πατρίς εχαντακώθη
με τους φόρους των ελαίων, των τσιγάρων και των οίνων,
κι επειδή εφυγαδεύθη εκ της τσέπης μας το χρήμα,
καταργούμεν τους εμμέσους και αμέσους παραχρήμα.
Επειδή στας θέσεις όλας απαιτούνται και προσόντα,
καταργούμεν και τας θέσεις τας μικράς και ανωτέρας,
και προστάζομεν καθέναν βουλευτήν αποτυχόντα,
να εργάζεται δι' όλης της νυκτός και της ημέρας,
δίχως καν λεπτό να παίρνει ... καταργούμε δε προσέτι
και το δίκαιον ακόμη και το ... άδικον ρουσφέτι.
Καταργούμεν Εφορίας, καταργούμεν Τελωνεία
καταργούμεν και Νομάρχας, καταργούμεν κι αστυνόμους,
καταργούμεν προς τοις άλλοις κάθε μια συγκοινωνία,
καταργούμεν τους στενούς μας και πλατείς σιδηροδρόμους,
καταργούμεν βουλεβάρτα, καταργούμεν και πλατείας
καταργούμεν και τας τόσας περιττάς δενδροφυτείας.
Καταργούμεν και τους Δήμους, καταργούμεν κι Επαρχεία,
καταργούμεν τα μεγάλα και μικρά ουροδοχεία,
και δημόσια προς τούτοις καταστήματα του Κράτους,
καταργούμεν και καμπόσους, δημοσίους αποπάτους.
Καταργούμεν τους συμβούλους, καταργούμεν τους Πρυτάνεις,
καταργούμεν κάθε είδος και διάταγμα δαπάνης.
Καταργούμεν τας μεγάλας και μικράς διοργανώσεις,
καταργούμεν τους στρατούς μας, καταργούμεν και τους στόλους,
καταργούμεν τας εκτάκτους των παρασκευών πιστώσεις,
και τους Γάλλους τους στρατάρχας και τους ιδικούς μας όλους.
Καταργούμεν ατμοβάρεις, καταργούμεν ναυαρχίδας,
καταργούμεν τας Παράλους και τας ατμοτελωνίδας.
Καταργούμεν τας δυνάμεις της ξηράς και της θαλάσσης,
καταργούμεν τας εντόκους και ατόκους πληρωμάς,
καταργούμεν τα ταμεία της Ελλάδος μας συμπάσης,
καταργούμεν δε και όλας τας εδώ οικοδομάς,
κι επιτρέπομεν μονάχα εις το Κράτος ένα σπίτι,
το λαμπρόν φρενοκομείον του Ζωρζή Δρομοκαΐτη.
Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011
Ήλιος ο Ηλιάτορας, Οδυσσέα Ελύτη (μέρος β΄)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας
ο πετροπαιχνιδιάτορας
λίγο το στόμα του άνοιξε
κι ευθύς εμύρισε άνοιξη
Τα δέντρα κελαηδήσανε
τα ζωντανά σουνίσανε
κι οι άνεμοι χρωματιστούς
γεμίσανε χαρταετούς.
Ο ΗΛΙΟΣ
Τι να σας πω γυναίκες τι να μη σας πω
παρηγοριά κι αλήθεια που να μην ντραπώ
Μόνο να σας ακούω πότε θλίβομαι
πιάνω τα σκοτεινά στα νέφη κρύβομαι
Πότε μα το Θεό περηφανεύομαι
βάζω τα κόκκινα μου και πορεύομαι
Στα χώματα όπου η ρίζα μ' αφουκράστηκε
γύρισε τ' άνθος κι από μένα πιάστηκε
Με το φαρμάκι δένει κόμπο στα κρυφά
το γιατρικό που σώζει κι όλ' η ομορφιά
Το φως όπου σηκώνω και τον έρωτα
έννοια σας μήτ' εγώ δεν τα 'χω απλέρωτα
Μέσα μου ρίχνει ο χρόνος ασταμάτητα
του κόσμου όλα τα βρόμικα και τ' άπλυτα
Κι όσον καιρό κρεμιέμαι πάνω απ' τα νερά
κι όσον περνώ στα μακρινά τα Τάρταρα
Τυραγνίες ζηλοφθονίες φόνους παιδεμούς
τ' αλέθω για τους χρόνους τους μελλούμενους
Τ' αλέθω τα γυρίζω και τα πάω στη γη
που 'δωσε το σκοτάδι φως για να το πιει
Κουράγιο περιστέρες και ανεμώνες μου
Οι ωραίες κι οι συντροφιαστές κι οι μόνες μου
Όπου μαυρίλα κλώθεται και γνέθεται
Ήλιοι μικροί γενείτε κι όλο αλέθετε
Σ' ευλογημένη μέρα βγάζει το κακό
σε δημοσιά πλατιά το στενοσόκακο
Κι είναι στη σκοτεινιά και στην ερήμωση
όπου ριζώνει κι ευωδιάζει η θύμηση
Ρίζα πικρή μου ρίζα και κρυφή πηγή
δώσε την περηφάνια πάρε την οργή
Σ' όλα τα σπίτια σ' όλα τα παράθυρα
δάφνες και κουμαριές και φοινικόκλαρα
Σ' ένα μακρύ τραπέζι κόκκινο κρασί
νέοι και γέροι κι άντρες ξεμανίκωτοι
Πάρτε μεράκι φλόγα λόγο μάλαμα
πάρτε μικρό λαγούτο πάρτε μπαγλαμά
Ν' αρχίσει το τραγούδι ν' ανεβεί ο καημός
να πάρει και να δώσει ο νους κι ο λογισμός
Τι με το «χα» και με το «νο» και με το «νται»
όλα του κόσμου τ' άδικα ξε-χά-νο-νται.
ΤΟ ΤΡΕΛΟΒΑΠΟΡΟ
Τραγούδι
Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά
κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα μάινα»
Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές
φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ' τις δυο μεριές
Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ' όνειρο
κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό
Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς
βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς
Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ
τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο
Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε
χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε
Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε
μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε
Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!
Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011
Δεν έχεις Όλυμπε θεούς
Δεν έχεις Όλυμπε θεούς, μηδέ λεβέντες Όσσα,
ραγιάδες έχεις μάνα γη, σκυφτούς για το χαράτσι,
κούφιοι και οκνοί καταφρονάν τη θεία τραχειά σου γλώσσα,των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι ...
Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι,
και Μαμμωνάδες βάρβαροι,και χαύνοι λεβαντίνοι,
λύκοι ώ κοπάδια οι πιστικοί και ψωριασμένοι οι σκύλοι κι οι χαροκόποι αδιάντροποι και πόρνη η Ρωμιοσύνη.
Κωστής Παλαμάς
Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011
Οδυσσέα Ελύτη, Ήλιος ο Ηλιάτορας
ΑΝΕΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
Κάμποι της Σαλονίκης κι όρη του Μοριά
που 'ν' τα παρμένα κάστρα που 'ναι τα χωριά
Μες στον αέρα κοίτα μισοφέγγαρο
κοίτα κορίτσι πράμα που να το χαρώ
Δευτέρα μεγαλώνει Τρίτη πολεμά
Τετάρτη γονατίζει Πέμπτη ξεψυχά.
ΑΝΕΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Δρόμοι περπατημένοι κι απερπάτητοι
Ποιος τους εδιάβη πέρα ποιος δεν τους πατεί
Μα ο που τους πήρε κι ήμπε μες στα αίματα
Μήτε Θεός μήτ' άλλος δεν τον σταματά
Κατακαημένη πλάση που σε γήτεψαν
Όλ' οι τρελοί του κόσμου κι εστρατήγεψαν!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Παράπονα κι αθιβολές
γύρισε ο κόσμος τρεις φορές
Γιόμα βραδύ μεσάνυχτα
κι όλα τα δώματα ανοιχτά
Στ' αλώνια και στις εμπατές
ξυπνούν οι ελαφροΐσκιωτες
σύρνουν ανάβουνε μαλλί
στων αστεριών τη χόβολη
και τους μικρούς αγγέλους σταμ
ατάν και παίζουν αμ στραμ νταμ
Καημέ που πάρα εβάρυνες
τον κόσμο δεν εμάρανες
Τα μαύρα λεν και τ' άσπρα σου
οι άνεμοι κι όλο τα φυσούν
Κι ένα κορίτσι εννιά χρονώ
για λόγου τραγουδά ολονώ.
ΚΟΡΙΤΣΙ
Δύο συ και τρία γω
πράσινο πεντόβολο
μπαίνω μέσα στον μπαξέ
γεια σου κύριε Μενεξέ
Σιντριβάνι και νερό
και χαμένο μου όνειρο
Τζίντζιρας τζιντζίρισε
το ροδάνι γύρισε
Χοπ αν κάνω δεξιά
πέφτω πάνω στη ροδιά
Χοπ αν κάνω αριστερά
πάνω στη βατομουριά
Το 'να χέρι μου κρατεί
μέλισσα θεόρατη
τ' άλλο στον αέρα πιάνει
πεταλούδα που δαγκάνει.
ΧΟΡΟΣ
Βότσαλο μέσα στα νερά
του κοριτσιού η αποθυμιά
Κύκλοι και πως ανοίγουνε
και με τα σένα σμίγουνε
ψηλά στη γλάστρα του βουνού
χρυσό γεράνι τ' ουρανού
Ήλιε μου και τρισήλιε μου
ένα σου λόγο στείλε μου.
ΑΝΕΜΟΙ
Άκου κι εμάς που μόλις εγυρίσαμε
νησιά και πολιτείες που γνωρίσαμε
Κρήτη και Μυτιλήνη Σάμο κι Ικαριά
Νάξο και Σαντορίνη Ρόδο Κέρκυρα
Σπίτια μεγάλα κι άσπρα σπίτια βουερά
πάνω στη μαύρη πέτρα πάνω στα νερά
Ξάνθη Θεσσαλονίκη Βέροια Καστοριά
Γιάννενα Μεσολόγγι Σπάρτη και Μιστρά
Καμπαναριά και στέγες μες στη συννεφιά
κι όλα μαζί μια λύπη και μιαν ομορφιά.
Ο ΗΛΙΟΣ
Όμορφη και παράξενη πατρίδα
Ωσάν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα
Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά
Στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά
Κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται
Μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται
Κάνει να πάρει πέτρα τηνε παρατά
Κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα
Μπαίνει σ' ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς
Ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύραννους
Πέντε μεγάλους βγάνει πάνω τους βαρεί
Να λείψουν απ' τη μέση τους δοξολογεί.
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος
να 'ν' ήμερος να 'ναι άκακος
λίγο φαΐ λίγο κρασί
Χριστούγεννα κι Ανάσταση
κι όπου φωλιάσει και σταθεί
κανείς να μην του φτάνει εκεί
Μα 'ρθαν αλλιώς τα πράματα
τονε ξυπνάν χαράματα
τον παν τον φέρνουν πίσω μπρος
του τρώνε και το λίγο βίος
κι από το στόμα την μπουκιά
πάνω στην ώρα τη γλυκιά
του τηνε παίρνουνε κι αυτή
Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί
γι' αυτούς δεν έχει «εγώ» κι «εσύ»
Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί
γι' αυτούς δεν έχει χόρταση.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)