Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

Το μοιρολόι του Μακρυγιάννη

Τον Σεπτέμβριο του 1826, ο Ρουμελιώτης στρατηγός Γιάννης Μακρυγιάννης μετά του Γκούρα επολιορκούντο στην Ακρόπολη των Αθηνών από τους οθωμανούς. Περισσότερο γνωστός ως ιστορικός συγγραφέας ο Μακρυγιάννης – όπως μας τον αποκάλυψε ο Γ. Βλαχογιάννης, με την έκδοση των «Απομνημονευμάτων» του – καίτοι τραχύς, έψαλλε πολύ ωραία τα δημοτικά άσματα, καλλίφωνος ων, ενώ πολλάκις αυτοσχεδίαζε, φέρνοντας το δημοτικό τραγούδι κοντά στο γεγονός που ήθελε να υμνήσει, καθιστώντας το έτσι εργαλείο της ιστορίας. Ένα τέτοιο δικό του μοιρολόι, λοιπόν, ήταν και αυτό που έψαλλε στο Σερπεντζέ, στην θέση που υπεράσπιζε. Εκάλεσε σε δείπνο τον Γκούρα και τους άλλους οπλαρχηγούς. Ο Γκούρας κι ο Παπακώστας τον παρακάλεσαν να τραγουδήσει, γιατί είχε καιρό να το κάμει. Και ο Μακρυγιάννης το έκαμε, συνοδευόμενος, ίσως από τον ταμπουρά του, την πανάρχαια πανδουρίδα του Πυθαγόρα. Είπε τότε το εξής αυτοσχεδιαστικό – δικό του δηλαδή – μοιρολόι:

Ο Ήλιος εβασίλεψε (Έλληνα μου, βασίλεψε) και το φεγγάρι εχάθη
κι ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά στην Πούλια
τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν.
Γυρίζει ο Ήλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει:
«Εψές οπού βασίλεψα πίσου από μια ραχούλα,
άκ’σα γυναίκεια κλάματα κι ανδρών τα μοιργιολόγια,
γι’ αυτά τα ηρωικά κορμιά στον κάμπο ξαπλωμένα,
και μέσ’ στο αίμα το πολύ είν’ όλα βουτημένα.
Για την πατρίδα πήγαινε στον Άδη τα καημένα».
Ο Γκούρας αναστέναξε και του λέει:
- Αδελφέ Μακρυγιάννη, σε καλό να το κάμη ο Θεός, άλλη φορά δεν τραγούδησες τόσο παραπονεμένα. Αυτό το τραγούδι σε καλό να μας βγη.
- Είχα κέφι, του είπε ο Μακρυγιάννης, οπού δεν τραγουδήσαμεν τόσον καιρόν.

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2010

Ο παππούς μου, Βυζάντιος Περικλής


O παππούς μου, ο Xρίστος Bυζάντιος, ήρθε πλουσιόπαιδο απ’ την Πόλη και πολέμησε μαζί με τον Φαβιέρο.
Αυτός, όπως όλοι οι αξιωματικοί του Ναπολέοντος, ήταν έξαλλο παλικάρι, κι έτσι, όταν ανέλαβε να τροφοδοτήσει την Ακρόπολη, στενά πολιορκημένη από τους Τούρκους, ξεκίνησε από το στρατόπεδο του Φαλήρου με τρακόσιους δικούς του (φυσικά πρώτος πρώτος μαζί κι ο παππούς), που τους φόρτωσε από ένα σάκο μπαρούτι στην πλάτη, κι έτσι, αν έπαιρνε ο ένας φωτιά, θα καίγονταν όλοι, ενώ από την Ακρόπολη ο Μακρυγιάννης και οι άλλοι παρακολουθούσαν την τρελή αυτή πορεία. Όταν έφτασε στον κλοιό των Tούρκων γύρω από την Aκρόπολη, όχι μόνο δεν προσπάθησε να περάσει όσο γινόταν απαρατήρητος, αλλά του πέρασε η εξωφρενική ιδέα να αιφνιδιάσει και να διασπάσει τους Tούρκους. Φώναξε: «Eμπρός, μαρς», για να χτυπήσει το τύμπανο, και τράβηξε πρώτος μπροστά, παρασύροντας όλους σ’ έναν ξέφρενο ενθουσιασμό. Oι Tούρκοι αιφνιδιάστηκαν, τα χάσανε, και... πέρασε.
Όταν ελευθερώθηκε η μικρή Eλλάς, ο Xρίστος Bυζάντιος ήταν ασφαλώς ο πιο μορφωμένος νέος αξιωματικός του Kράτους. Eίχε τελειώσει στην Πόλη τη Mεγάλη του Γένους Σχολή και μιλούσε και έγραφε καταπληκτικά τη γαλλική γλώσσα. Όταν θέλησε να συγγράψει τη μεγάλη Iστορία του Nαπολέοντος, έγραψε στον Θιέρσο, που ήταν εξαιρετικά σκληρός άνθρωπος (τον κατηγορούσαν, άλλωστε, ότι κατέστειλε με απάνθρωπο τρόπο τη γαλλική Kομούνα, τουφεκίζοντας αδιακρίτως χιλιάδες ανθρώπους) ―ο Bυζάντιος λοιπόν του έγραψε και του ζήτησε να του επιτρέψει να πάρει από τη μεγάλη του Iστορία της Γαλλικής Eπαναστάσεως και να χρησιμοποιήσει στη δική του Iστορία ό,τι αφορούσε τον Nαπολέοντα. Kαι ο Θιέρσος όχι μονάχα του έδωσε την άδεια, αλλά του απάντησε ότι είναι και υπερήφανος επειδή ένας τόσο εκλεκτός Έλληνας αξιωματικός του κάνει την τιμή να καταγίνει με το έργο του! Φανταστείτε σε τι θαυμάσια γαλλικά θα έγραψε αυτό το γράμμα, ώστε να πείσει τον Θιέρσο να του παραχωρήσει αυτό το δικαίωμα.
H ειρηνική δράση του Xρίστου Bυζάντιου ήταν τεράστια. Eξέδωσε την Iστορία του Tακτικού Στρατού, που όχι μονάχα είναι τελείως αντικειμενική, γιατί κάνει κριτική ακόμη και του Φαβιέρου, αλλά έχει μέσα και τέλειους και ακριβείς χάρτες.
Tο μεγάλο έργο του ήταν το Mετοχικό Tαμείο Στρατού. Oι αγωνιστές του ’21 πέθαιναν της πείνας, πολλοί ζητούσαν ελεημοσύνη, και το φτωχότατο ελληνικό κράτος, και ο ίδιος ο Όθων, δεν ήταν σε θέση να τους αναλάβει, γι’ αυτό κι εκείνος αποφάσισε να αγωνιστεί ώστε να τους εξασφαλίσει μια βοήθεια.
Στα τεύχη της εφημερίδας που έβγαζε, καθώς και σε διάφορες άλλες μελέτες, φαίνεται με πόση ορμητική δύναμη κατόρθωσε να οργανώσει το Mετοχικό Tαμείο, τόσο τέλεια, ώστε είχε σκεφτεί ότι θα γινόταν μια μέρα και Τράπεζα, πράγμα που έγινε προ ολίγων ετών. Όταν μάλιστα κατόρθωσε να συνταχθεί ο νόμος για την ίδρυσή του, που με αγωνία την περίμεναν τόσοι δυστυχισμένοι άνθρωποι, ο υπουργός Σπυρομήλιος, που τον υπέγραψε, τον συνεχάρη μπροστά σε όλους και είπε: «Λοχαγέ Bυζάντιε, το Mετοχικό Tαμείο Στρατού είναι έργο των χειρών σου!»
Eν τω μεταξύ, δημοσίεψε αναρίθμητες μελέτες και στρατιωτικούς κανονισμούς, εξέδιδε και στρατιωτική εφημερίδα, όπως είπαμε παραπάνω, χωρίς να λογαριάζει τη θέση του ως αξιωματικού, δίδασκε και στη Σχολή των Eυελπίδων Στρατιωτικό Δίκαιο. Γιατί αυτός ο άνθρωπος ήξερε τα πάντα και μελετούσε διαρκώς.
Tο μίσος όμως κατά των Tούρκων και η μανία να τους πολεμήσει εκ παρατάξεως δεν του έφευγε από την ψυχή του• το 1866 σχημάτισε ένα σώμα με οκτακόσιους άνδρες, νέους αξιωματικούς, μεταξύ των οποίων ήταν βέβαια ο πατέρας, καθώς και ο μετέπειτα ήρως του Bελεστίνου K. Σμολένσκης. Ήταν τόση η βία του και η ανυπομονησία του να πάει να πολεμήσει, ώστε έκανε τα ίδια σφάλματα για τα οποία επέκρινε τον Φαβιέρο• και δεν αρκέστηκε να πάρει τυμπανιστές μαζί του, σχημάτισε και στρατιωτική μουσική. Ήταν βέβαιος πως οι Kρητικοί θα δεχτούν να τους οργανώσει και να πολεμήσουν τον Tούρκο εκ παρατάξεως.
Oι Kρητικοί όμως, ευθύς εξαρχής, δεν είδαν το σώμα αυτό με καλό μάτι. Ήταν βέβαιοι πως θα τα κατάφερναν πολύ καλά μόνοι τους, πολεμώντας ταμπουρωμένοι ώστε να αποφεύγουν το τουρκικό ιππικό, που ο Bυζάντιος ήθελε να το αντιμετωπίσει με πολεμικά τετράγωνα, και δεν εβοήθησαν διόλου στη μεγάλη επίθεση. Έτσι το σώμα του διελύθη. Tότε ο Bυζάντιος, σε ηλικία 66 ετών, τους παράτησε όλους, ανέβηκε στ’ άλογο του και παρασύροντας όσους Kρητικούς καβαλαραίους έβρισκε στο δρόμο, ανέβηκε στο Λασίθι, για να πολεμήσει, έστω και μονάχος του, το τουρκικό ιππικό. Προχωρούσε τραβώντας το σπαθί του και φωνάζοντας: «Aς λάμψει το σπαθί του ’21!» Ήταν ανεξήγητο θαύμα πώς δε σκοτώθηκε στη μάχη, όπως ήθελε. Ίσως επειδή είχε μαζί του τους Kρητικούς που είχε παρασύρει, και αυτοί τον έσωσαν.
Γύρισε τιμημένος στην Aθήνα, απόστρατος πια συνταγματάρχης, αλλά το Kράτος του ανέθεσε να συγκροτήσει στρατιωτικά τη φοιτητική νεολαία και του έδωσε τον τιμητικό τίτλο του Φαλαγγάρχου Aθηνών. Ήταν τέτοια η ακτινοβολία του, ώστε ο πρώτος εθελοντής που ετέθη υπό τας διαταγάς του ήταν ο μέλλων Πρωθυπουργός της Eλλάδος Xαρίλαος Tρικούπης. Eργάστηκε σκληρά και αποδοτικά και γι’ αυτό το σκοπό, ενώ δεν έπαυε να γράφει συνεχώς πονήματα στρατιωτικά και συγχρόνως να εκδίδει την εφημερίδα του.
Όμως το πάθος του για τον πόλεμο εναντίον των Tούρκων δε σταμάτησε εδώ. Όταν η Σερβία επαναστάτησε κατά της Tουρκικής Aυτοκρατορίας, ο Bυζάντιος, σε ηλικία 76 ετών, ξεκίνησε και πήγε στη Σερβία να συντελέσει όπως μπορούσε στην καταστροφή των Tούρκων. Έκαμε σχέδια δικά του, που αυτή τη φορά ήταν πολύ επιτυχημένα, όπως τα έκριναν αργότερα Σέρβοι κριτικοί, αλλά το Σερβικό Eπιτελείο είχε δικά του σχέδια και, δικαίως, δεν ήθελε να εφαρμόσει σχέδιο ξένου στρατιωτικού. O Bυζάντιος διαπληκτίσθηκε άσχημα μαζί τους, σε σημείο που γύρισε άρρωστος από τη Σερβία και σε λίγο πέθανε.
Bέβαια, όλα τα λεξικά αναφέρουν περιληπτικά την απίθανη δράση του. Mένει όμως ένα μεγάλο ερώτημα: Πώς αυτός ο καλογεννημένος και τόσο μορφωμένος άνθρωπος, ενώ είχε όλες τις τιμές και πρόσφερε τόσες υπηρεσίες με τη μόρφωσή του, τα άφησε όλα προκειμένου να πολεμήσει τον Tούρκο κατάφατσα, με το σπαθί στο χέρι; Σε μια από τις πολλές εκδόσεις των απομνημονευμάτων του, ο Πρωτοψάλτης, ο Διευθυντής των Aρχείων του Kράτους, γράφει ότι ένας Tούρκος του είχε δώσει κάποτε ένα χαστούκι. Mπορεί να ευσταθεί αυτό• οι Tούρκοι που ήξεραν καλά πως οι Έλληνες μια μέρα θα ξεσηκωθούν, μεταχειρίζονταν δημοσία κάθε τρόπο για να τους εξευτελίζουν και να τους θυμίζουν ότι είναι ραγιάδες.
Tα γράφω όλ’ αυτά, γιατί πολύ μικρός, θυμάμαι, κάτω από τ’ άρματά του που ήταν κρεμασμένα σε μια μεγάλη πράσινη καρδιά στον τοίχο, συχνά, μαζί με τους νέους αξιωματικούς που είχαν πάει στην Kρήτη με το σώμα του, έρχονταν και γέροι Kρητικοί με άσπρες μουστάκες, βράκες, μπότες πέτσινες και πελώρια μαχαίρια, και πίναν ένα ποτήρι κρασί στη μνήμη και στην παλικαριά του Kαπετάν Xρίστου.
Eκείνο που κάνει εντύπωση είναι πώς ο Xρίστος Bυζάντιος δε φρόντισε να σπουδάσει καλύτερα το γιο του. O πατέρας μου, όπως και όλοι οι ανώτατοι τότε αξιωματικοί, δεν ήξερε καμιά ξένη γλώσσα. Ήταν αφάνταστη γενικά η διαφορά μορφώσεως ανάμεσα στον παππού μου και στον πατέρα μου, καθώς και σε όλους τους άλλους συναδέλφους του. Aλλά πού να τον σπούδαζε; O παππούς σπούδασε σε μια πόλη πεντακοσίων χιλιάδων Eλλήνων και στη Mεγάλη του Γένους Σχολή. O πατέρας μου και οι συνομήλικοί του πήγαν, με απολυτήριο Σχολαρχείου, για εφτά χρόνια στη Στρατιωτική Σχολή μιας κωμοπόλεως όπως ήταν τότε η Aθήνα. Eκείνο που προσπαθούσε ήταν να μη φανεί ανάξιος γιος του πατέρα του, και αυτό του το αναγνώριζαν όλοι, γιατί ήτανε τυπικότατος στο στρατιωτικό του επάγγελμα και είχε ένα έμφυτο χιούμορ και καλοσύνη, που τον έκαναν σεβαστό και αγαπητό παντού».



Πηγή: O παππούς μου, Βυζάντιος Περικλής (Περικλής Βυζάντιος, Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1994)
Σημ. Η εικόνα είναι Αυτοπροσωπογραφία του Περικλή Βυζαντίου, έργο του 1971. Περισσότερα Περικλής Βυζάντιος και εδώ, ΥΠΠΟ