Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Ήλιος ο Ηλιάτορας, Οδυσσέα Ελύτη (μέρος β΄)


ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας
ο πετροπαιχνιδιάτορας
λίγο το στόμα του άνοιξε
κι ευθύς εμύρισε άνοιξη
Τα δέντρα κελαηδήσανε
τα ζωντανά σουνίσανε
κι οι άνεμοι χρωματιστούς
γεμίσανε χαρταετούς.
Ο ΗΛΙΟΣ
Τι να σας πω γυναίκες τι να μη σας πω
παρηγοριά κι αλήθεια που να μην ντραπώ
Μόνο να σας ακούω πότε θλίβομαι
πιάνω τα σκοτεινά στα νέφη κρύβομαι
Πότε μα το Θεό περηφανεύομαι
βάζω τα κόκκινα μου και πορεύομαι
Στα χώματα όπου η ρίζα μ' αφουκράστηκε
γύρισε τ' άνθος κι από μένα πιάστηκε
Με το φαρμάκι δένει κόμπο στα κρυφά
το γιατρικό που σώζει κι όλ' η ομορφιά
Το φως όπου σηκώνω και τον έρωτα
έννοια σας μήτ' εγώ δεν τα 'χω απλέρωτα
Μέσα μου ρίχνει ο χρόνος ασταμάτητα
του κόσμου όλα τα βρόμικα και τ' άπλυτα
Κι όσον καιρό κρεμιέμαι πάνω απ' τα νερά
κι όσον περνώ στα μακρινά τα Τάρταρα
Τυραγνίες ζηλοφθονίες φόνους παιδεμούς
τ' αλέθω για τους χρόνους τους μελλούμενους
Τ' αλέθω τα γυρίζω και τα πάω στη γη
που 'δωσε το σκοτάδι φως για να το πιει
Κουράγιο περιστέρες και ανεμώνες μου
Οι ωραίες κι οι συντροφιαστές κι οι μόνες μου
Όπου μαυρίλα κλώθεται και γνέθεται
Ήλιοι μικροί γενείτε κι όλο αλέθετε
Σ' ευλογημένη μέρα βγάζει το κακό
σε δημοσιά πλατιά το στενοσόκακο
Κι είναι στη σκοτεινιά και στην ερήμωση
όπου ριζώνει κι ευωδιάζει η θύμηση
Ρίζα πικρή μου ρίζα και κρυφή πηγή
δώσε την περηφάνια πάρε την οργή
Σ' όλα τα σπίτια σ' όλα τα παράθυρα
δάφνες και κουμαριές και φοινικόκλαρα
Σ' ένα μακρύ τραπέζι κόκκινο κρασί
νέοι και γέροι κι άντρες ξεμανίκωτοι
Πάρτε μεράκι φλόγα λόγο μάλαμα
πάρτε μικρό λαγούτο πάρτε μπαγλαμά
Ν' αρχίσει το τραγούδι ν' ανεβεί ο καημός
να πάρει και να δώσει ο νους κι ο λογισμός
Τι με το «χα» και με το «νο» και με το «νται»
όλα του κόσμου τ' άδικα ξε-χά-νο-νται.

ΤΟ ΤΡΕΛΟΒΑΠΟΡΟ
Τραγούδι
Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά
κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα μάινα»
Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές
φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ' τις δυο μεριές
Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ' όνειρο
κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό
Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς
βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς
Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ
τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο
Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε
χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε
Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε
μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε
Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

Δεν έχεις Όλυμπε θεούς


Δεν έχεις Όλυμπε θεούς, μηδέ λεβέντες Όσσα,
ραγιάδες έχεις μάνα γη, σκυφτούς για το χαράτσι,
κούφιοι και οκνοί καταφρονάν τη θεία τραχειά σου γλώσσα,των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι ...

Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι,
και Μαμμωνάδες βάρβαροι,και χαύνοι λεβαντίνοι,
λύκοι ώ κοπάδια οι πιστικοί και ψωριασμένοι οι σκύλοι κι οι χαροκόποι αδιάντροποι και πόρνη η Ρωμιοσύνη.

Κωστής Παλαμάς

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Οδυσσέα Ελύτη, Ήλιος ο Ηλιάτορας

ΑΝΕΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
Κάμποι της Σαλονίκης κι όρη του Μοριά
που 'ν' τα παρμένα κάστρα που 'ναι τα χωριά
Μες στον αέρα κοίτα μισοφέγγαρο
κοίτα κορίτσι πράμα που να το χαρώ
Δευτέρα μεγαλώνει Τρίτη πολεμά
Τετάρτη γονατίζει Πέμπτη ξεψυχά.
ΑΝΕΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Δρόμοι περπατημένοι κι απερπάτητοι
Ποιος τους εδιάβη πέρα ποιος δεν τους πατεί
Μα ο που τους πήρε κι ήμπε μες στα αίματα
Μήτε Θεός μήτ' άλλος δεν τον σταματά
Κατακαημένη πλάση που σε γήτεψαν
Όλ' οι τρελοί του κόσμου κι εστρατήγεψαν!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Παράπονα κι αθιβολές
γύρισε ο κόσμος τρεις φορές
Γιόμα βραδύ μεσάνυχτα
κι όλα τα δώματα ανοιχτά
Στ' αλώνια και στις εμπατές
ξυπνούν οι ελαφροΐσκιωτες
σύρνουν ανάβουνε μαλλί
στων αστεριών τη χόβολη
και τους μικρούς αγγέλους σταμ
ατάν και παίζουν αμ στραμ νταμ
Καημέ που πάρα εβάρυνες
τον κόσμο δεν εμάρανες
Τα μαύρα λεν και τ' άσπρα σου
οι άνεμοι κι όλο τα φυσούν
Κι ένα κορίτσι εννιά χρονώ
για λόγου τραγουδά ολονώ.
ΚΟΡΙΤΣΙ
Δύο συ και τρία γω
πράσινο πεντόβολο
μπαίνω μέσα στον μπαξέ
γεια σου κύριε Μενεξέ
Σιντριβάνι και νερό
και χαμένο μου όνειρο
Τζίντζιρας τζιντζίρισε
το ροδάνι γύρισε
Χοπ αν κάνω δεξιά
πέφτω πάνω στη ροδιά
Χοπ αν κάνω αριστερά
πάνω στη βατομουριά
Το 'να χέρι μου κρατεί
μέλισσα θεόρατη
τ' άλλο στον αέρα πιάνει
πεταλούδα που δαγκάνει.
ΧΟΡΟΣ
Βότσαλο μέσα στα νερά
του κοριτσιού η αποθυμιά
Κύκλοι και πως ανοίγουνε
και με τα σένα σμίγουνε
ψηλά στη γλάστρα του βουνού
χρυσό γεράνι τ' ουρανού
Ήλιε μου και τρισήλιε μου
ένα σου λόγο στείλε μου.
ΑΝΕΜΟΙ
Άκου κι εμάς που μόλις εγυρίσαμε
νησιά και πολιτείες που γνωρίσαμε
Κρήτη και Μυτιλήνη Σάμο κι Ικαριά
Νάξο και Σαντορίνη Ρόδο Κέρκυρα
Σπίτια μεγάλα κι άσπρα σπίτια βουερά
πάνω στη μαύρη πέτρα πάνω στα νερά
Ξάνθη Θεσσαλονίκη Βέροια Καστοριά
Γιάννενα Μεσολόγγι Σπάρτη και Μιστρά
Καμπαναριά και στέγες μες στη συννεφιά
κι όλα μαζί μια λύπη και μιαν ομορφιά.
Ο ΗΛΙΟΣ
Όμορφη και παράξενη πατρίδα
Ωσάν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα
Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά
Στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά
Κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται
Μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται
Κάνει να πάρει πέτρα τηνε παρατά
Κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα
Μπαίνει σ' ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς
Ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύραννους
Πέντε μεγάλους βγάνει πάνω τους βαρεί
Να λείψουν απ' τη μέση τους δοξολογεί.
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος
να 'ν' ήμερος να 'ναι άκακος
λίγο φαΐ λίγο κρασί
Χριστούγεννα κι Ανάσταση
κι όπου φωλιάσει και σταθεί
κανείς να μην του φτάνει εκεί
Μα 'ρθαν αλλιώς τα πράματα
τονε ξυπνάν χαράματα
τον παν τον φέρνουν πίσω μπρος
του τρώνε και το λίγο βίος
κι από το στόμα την μπουκιά
πάνω στην ώρα τη γλυκιά
του τηνε παίρνουνε κι αυτή
Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί
γι' αυτούς δεν έχει «εγώ» κι «εσύ»
Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί
γι' αυτούς δεν έχει χόρταση.

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Ήλιος ο Ηλιάτορας, Οδυσσέας Ελύτης

Ο ΗΛΙΟΣ Ο ΗΛΙΑΤΟΡΑΣ (1971)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ο ΗΛΙΟΣ
ΑΝΕΜΟΙ
ΚΟΡΙΤΣΙ
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ
AΦΗΓΗΤΗΣ
Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας
ο πετροπαιχνιδιάτορας
από την άκρη των ακρώ
κατηφοράει στο Ταίναρο
Φωτιά 'ναι το πηγούνι του
χρυσάφι το πιρούνι του.
Ο ΗΛΙΟΣ
E, σεις στεριές και θάλασσες
τ' αμπέλια κι οι χρυσές ελιές
ακούτε τα χαμπέρια μου
μέσα στα μεσημέρια μου
«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!»
Από τη μέση του εγκρεμού
στη μέση του αλλού πελάγου
κόκκινα κίτρινα σπαρτά
νερά πράσινα κι άπατα
«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!»
Με τα μικρά χαμίνια του
καβάλα στα δελφίνια του
με τις κοπέλες τις γυμνές
που καίγονται στις αμμουδιές
με τους λοξάτους πετεινούς
και με τα κουκουρίκου τους!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Εμείς ψωμί δεν έχουμε
και τέτοια δεν κατέχουμε
Χρόνους πολλούς μας πολεμάν
κι ανάσα δεν επήραμαν.
ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
Φύγανε τα πουλιά γι' άλλου
μα εγώ στο κύμα του γιαλού
θεμέλιωσα το σπιτικό
να τ' αποσώσω δεν μπορώ.
ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ
Τέσσερις μήνες χτίζουμε
και τους οχτώ γκρεμίζουμε
και κάθε γινωμένη ελιά
στοιχίζει και μια φαμελιά.
ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
Όνειρο πόκανα κρυφά
για τα παιδιά π' ανάθρεφα
Ποιος το 'λεγε πως θε να μου
τα στείλουνε του σκοτωμού.
ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ
Άλλος εβγήκε απ' τα βουνά
κι άλλος απ' τα πλεούμενα
με το πουκάμισο χακί
κατάρα οι ξένοι κι οι εδικοί.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Τ' άκουσε ο ήλιος κι έφριξε
το φως το κόκκινο έριξε
Πήραν να καίγονται οι κορφές
κι όλες οι πάνω γειτονιές.
Ο ΗΛΙΟΣ
Ωρ'τι 'ναι τούτ' η αποκοτιά
βρε συ Βοριά βρε συ Νοτιά
Πουνέντε και Λεβάντε μου
ένα ραπόρτο κάντε μου.
ΑΝΕΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
Θέλω καράβια σπρώχνω θέλω σταματώ
Τα δυο βουνά χωρίζω και τα περπατώ
Μες στις αγάπες μπαίνω και ζαλίζομαι
κι από τα μυστικά τους αντραλίζομαι
Σ' όλους το παραγγέλνω σ' όλους το μηνώ
Τρώγεται ο νους του ανθρώπου μόνο αλίμονο.
ΑΝΕΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Ανάθεμα την ώρα ποιος ορίζει εδώ
το ανάποδο βαφτίζει και το λέει σωστό
Του αδύναμου το δίκιο μήτε λέει ποτέ
βγαίνει τη νύχτα μέρα και τ' ορκίζεται
Όπου μεγάλη πόρτα πίσω της αυτός
κάνεις να την ανοίξεις γίνεται άφαντος.
[...]



Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον

ΑΠΟΛΕΙΠΕΙΝ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΝ *
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές-
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησιάσε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ώς τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις,
* Κ.Π. Καβάφη. Ποιήματα. Α (1896-1918). Φιλολογική επιμέλεια^ Σαββίδη. Ίκαρος, 1974, σ. 20.
Το « Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον » το έγραψε ο Καβάφης το 1910 και αναφέρεται σε ένα παράξενο φαινόμενο που αντιλήφτηκαν οι κάτοικοι της Αλεξάνδρειας μια νύχτα του 30 π.Χ. , παραμονή της κατάκτησής της από τον Οκτάβιο και που το εξήγησαν σαν θεϊκό σημάδι της εγκατάλειψης του Αντωνίου, από τον προστάτη του Θεό Διόνυσο.
Το ποιήμα αποτελείται από 19 ανισοσύλλαβους ιαμβικούς στίχους. Με τους τρείς πρώτους στίχους ο ποιητής μας εισάγει σε μια ατμόσφαιρα γεμάτη μυστήριο κι υποβολή, στην οποία κυριαρχεί η αίσθηση της ακοής.
Στους στίχους 4-6 έχουμε το θέμα της ολοκληρωτικής αποτυχίας ενός σημαντικού ανθρώπου και συγχρόνως την προτροπή για μια συγκεκριμένη διαγωγή σε αυτήν την δύσκολη ώρα.
Οι στίχοι 7-8 κλείνουν την πρώτη ενότητα , ολοκληρώνουν την στάση ζωής, που προτείνεται: όχι μόνο να μην θρηνήσεις «ανοφέλατα» την ζωή που χάνεις, αλλά και να την αποχαιρετήσεις με στωική αξιοπρέπεια, «σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος». Για να το πετύχεις αυτό δεν είναι αρκετό να αποφεύγεις τους θρήνους χρειάζεται να μην επιτρέψεις στον εαυτό σου την παρηγοριά της αυταπάτης (στίχοι 9-10), «μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς»
Στο τελευταίο μέρος του ποιήματος (στίχοι 12-19), δίνει προτροπή για αποχαιρετισμό της ζωής με συγκίνηση που δίνει η απόλαυση της μυστηριακής μουσικής.
Το ποίημα μας «διδάσκει» όπως κάθε εικόνα από τη ζωή, ότι πρέπει να αντικρίζουμε την συμφορά με αξιοπρέπεια. Ο «αόρατος θίασος» που περνά «μεσάνυκτα» με «μουσική» και «φωνές», παίρνοντας νόημα μηνύματος του θανάτου, για κάθε «Αντώνιο», για κάθε άνθρωπο που χάνει ότι θεώρησε ο ίδιος κι ίσως και οι άλλοι, σημαντικό, σπουδαίο και ξεχωριστό. Όταν θα ακούσει, δηλαδή, καθένας από μας μια τέτοια μουσική, τη μουσική που σημαίνει το τέλος, να μη δειλιάσουμε, να μη αρχίσουμε τα παρακάλια και τα παράπονα. Να αποχωρήσουμε με αξιοπρέπεια, να αποχαιρετήσουμε την «Αλεξάνδρεια» που χάνουμε.

Κυριακή 7 Αυγούστου 2011

Δημήτριος Βικέλας, Η ζωή μου



Αρχίζω εκ της παιδικής ηλικίας. Αι αναμνήσεις εκείναι γράφονται ευκολώτερον.

Αι πρώται εντυπώσεις διατηρούνται ζωηρότεραι χαράσσονται εις τας πτυχάς της μνήμης, προτού την θολώσουν αι περιπλοκαί και αι μέριμναι του κατόπιν βίου, ώστε ενθυμούμεθα ακριβέστερον τας λεπτομερείας των παλαιοτέρων συμβάντων. Τα νεώτερα επέρχονται και παρέρχονται αλεπάλληλα, και ταχύτερον λησμονούνται. Ούτω και όσα αντκείμενα βλέπομεν διατρέχοντες δια σιδηροδρόμου ευρείας πεδιάδας: τα απέχοντα οικήματα ή δέντρα μας παρακολουθούν επί πολύ, ενώ τα πλησιέστερα μόλις τα διακρίνομεν φεύγοντα βιαίως προς τα οπίσω.

Εν γένει, ο βίος ομοιάζει δια σιδηροδρόμου, ότε καθήμεθα έχοντες τα νώτα προς την μηχανήν. Βλέπομεν τα όρη, τους ανθρώπους. Είτε βραδέως, είτε ταχέως, τα πάντα μένουν οπίσω, καθόσον ημείς προχωρούμεν.

Διατηρούμεν κατά το μάλλον ή ήττον συγκεχυμένας τας εντυπώσεις των και γνωρίζομεν εν συνόλω πόσον δρόμον διηνύσαμεν, πόσην απόστασιν διετρέξαμεν. Αλλά δεν βλέπομεν τα προ ημών, δεν γνωρίζομεν οποία προσκόμματα, οποίους κινδύνους ενδέχεται να εύρη αίφνης η αμαξοστοιχία, ούτε αν πώς θα φθάσωμεν εις το τέρμα.

Και φερόμεθα εν τούτοις προς τα εμπρός με τα νώτα εστραμμένα προς το άδηλον τούτο τέρμα. 

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011

Οδυσσέας Ελύτης: Δώρο Ασημένιο Ποίημα

Ξέρω πως είναι τίποτε όλ' αυτά και πως η γλώσσα
που μιλώ δεν έχει αλφάβητο

Aφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλ-
λαβική που την αποκρυπτογραφείς μονάχα στους και-
ρούς της λύπης και της εξορίας

Kι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ' επιστρώσεις διαδο-
χικές φράγκικες ή σλαβικές που αν τύχει και
βαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή
και δίνεις λόγο

Σ' ένα πλήθος Eξουσίες ξένες μέσω της δικής σου
πάντοτε

Όπως γίνεται για τις συμφορές

Όμως ας φανταστούμε σ' ένα παλαιών καιρών αλώνι
που μπορεί να 'ναι και σε πολυκατοικία ότι παίζουνε
παιδιά και ότι αυτός που χάνει

Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς να πει στους
άλλους και να δώσει μιαν αλήθεια

Oπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι
τους ένα μικρό

Δώρο ασημένιο ποίημα.